ποδένδυτος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui tombe jusque sur les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἐνδύω]].
|btext=ος, ον :<br />qui tombe jusque sur les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἐνδύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποδένδῠτος''': -ον, ([[ἐνδύω]]) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. [[κατασκήνωμα]] = [[πέπλος]] ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.
|elnltext=ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] om de voeten gewikkeld.
}}
{{elru
|elrutext='''ποδένδῠτος:''' [[связывающий ноги]] ([[κατασκήνωμα]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ποδένδῠτος:''' -ον ([[ἐνδύω]]), αυτός που έχει καλυμμένα τα πόδια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ποδένδῠτος:''' -ον ([[ἐνδύω]]), αυτός που έχει καλυμμένα τα πόδια, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποδένδῠτος:''' [[связывающий ноги]] ([[κατασκήνωμα]] Aesch.).
|lstext='''ποδένδῠτος''': -ον, ([[ἐνδύω]]) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. [[κατασκήνωμα]] = [[πέπλος]] ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.
}}
{{elnl
|elnltext=ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] om de voeten gewikkeld.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποδ-ένδῠτος, ον, [[ἐνδύω]]<br />[[drawn]] [[over]] the feet, Aesch.
|mdlsjtxt=ποδ-ένδῠτος, ον, [[ἐνδύω]]<br />[[drawn]] [[over]] the feet, Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδένδῠτος Medium diacritics: ποδένδυτος Low diacritics: ποδένδυτος Capitals: ΠΟΔΕΝΔΥΤΟΣ
Transliteration A: podéndytos Transliteration B: podendytos Transliteration C: podendytos Beta Code: pode/ndutos

English (LSJ)

ον, (ἐνδύω) drawn over the feet, π. κατασκήνωμα, = πέπλος ποδιστήρ, A.Ch.984(998).

German (Pape)

[Seite 642] an den Fuß gezogen; aber bei Aesch. Ch. 992 ist ποδένδυτον = ποδιστήρ oder ποδήρης πέπλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe jusque sur les pieds.
Étymologie: πούς, ἐνδύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] om de voeten gewikkeld.

Russian (Dvoretsky)

ποδένδῠτος: связывающий ноги (κατασκήνωμα Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῦ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ-ένδυτος)].

Greek Monotonic

ποδένδῠτος: -ον (ἐνδύω), αυτός που έχει καλυμμένα τα πόδια, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ποδένδῠτος: -ον, (ἐνδύω) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. κατασκήνωμα = πέπλος ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.

Middle Liddell

ποδ-ένδῠτος, ον, ἐνδύω
drawn over the feet, Aesch.