προηγητής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui marche devant, guide.<br />'''Étymologie:''' [[προηγέομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui marche devant, guide.<br />'''Étymologie:''' [[προηγέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προηγητής -οῦ, ὁ [προηγέομαι] gids. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προηγητής:''' οῦ ὁ провожатый, поводырь Soph. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προηγητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει [[μπροστά]] για να δείχνει το δρόμο, [[οδηγός]], σε Σοφ.· ομοίως, [[προηγητήρ]], <i>-ῆρος</i>, <i>ὁ</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''προηγητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει [[μπροστά]] για να δείχνει το δρόμο, [[οδηγός]], σε Σοφ.· ομοίως, [[προηγητήρ]], <i>-ῆρος</i>, <i>ὁ</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προηγητής''': -οῦ, ὁ, ὁ προηγούμενος, προπορευόμενος [[ὅπως]] δείξῃ τὴν ὁδόν, [[ὁδηγός]], Σοφ. Ο. Τ. 1292, Ἀντ. 990· οὕτω προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, Εὐρ. Βάκχ. 1159. 2) ὁ συνοδεύων τῷ ζεύγει νυμφικῆς πομπῆς, [[ἀνάγκη]] γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρῶτον μὲν ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει ὃ ἦγεν τὴν γυναῖκα Ὑπερείδης [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προηγητής]]· ὁ προηγούμενος τοῦ ζεύγους (ἐν τοῖς γάμοις). καὶ ὁ χειραγωγὸς τοῦ τυφλοῦ». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[προηγητής]], οῦ, ὁ, [from [[προηγέομαι]]<br />one who goes [[before]] to [[show]] the way, a [[guide]], Soph.; so [[προηγητήρ]], Eur. | |mdlsjtxt=[[προηγητής]], οῦ, ὁ, [from [[προηγέομαι]]<br />one who goes [[before]] to [[show]] the way, a [[guide]], Soph.; so [[προηγητήρ]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 2 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who goes before to show the way, guide, S. OT1292, Ant.990, Aristid.Or.41(4).12. 2 one who conducts the bride's car in her procession, ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει Hyp.Lyc.5, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 723] ὁ, der vorangeht und den Weg zeigt; τοῖς τυφλοῖσι κέλευθος ἐκ προηγητοῦ πέλει, Soph. Ant. 977, vgl. O. R. 1292.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui marche devant, guide.
Étymologie: προηγέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προηγητής -οῦ, ὁ [προηγέομαι] gids.
Russian (Dvoretsky)
προηγητής: οῦ ὁ провожатый, поводырь Soph.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. προηγήτρια, Α προηγοῦμαι
1. αυτός που προπορεύεται ως οδηγός
2. αυτός που συνοδεύει το ζεύγος σε νυφική πομπή.
Greek Monotonic
προηγητής: -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει μπροστά για να δείχνει το δρόμο, οδηγός, σε Σοφ.· ομοίως, προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
προηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ προηγούμενος, προπορευόμενος ὅπως δείξῃ τὴν ὁδόν, ὁδηγός, Σοφ. Ο. Τ. 1292, Ἀντ. 990· οὕτω προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, Εὐρ. Βάκχ. 1159. 2) ὁ συνοδεύων τῷ ζεύγει νυμφικῆς πομπῆς, ἀνάγκη γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρῶτον μὲν ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει ὃ ἦγεν τὴν γυναῖκα Ὑπερείδης ὑπὲρ Λυκόφρ. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προηγητής· ὁ προηγούμενος τοῦ ζεύγους (ἐν τοῖς γάμοις). καὶ ὁ χειραγωγὸς τοῦ τυφλοῦ».
Middle Liddell
προηγητής, οῦ, ὁ, [from προηγέομαι
one who goes before to show the way, a guide, Soph.; so προηγητήρ, Eur.