πρυμνόθεν: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>adv.</i><br />de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' [[πρυμνός]], -θεν. | |btext=<i>adv.</i><br />de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' [[πρυμνός]], -θεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πρυμνόθεν [πρυμνός] adv., overdr. geheel en al:. Οἰδιπόδα γένος ὠλέσατε πρυμνόθεν de familie van Oedipus hebben jullie geheel en al vernietigd Aeschl. Sept. 1056. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρυμνόθεν:''' adv. досл. с кормы, перен. до основания, полностью, вконец (ὀλλύναι Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πρυμνόθεν:''' ([[πρυμνόν]]), επίρρ., από τον πυθμένα, από τον πάτο, απ' όπου, όπως το Λατ. funditis, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πρυμνόθεν:''' ([[πρυμνόν]]), επίρρ., από τον πυθμένα, από τον πάτο, απ' όπου, όπως το Λατ. funditis, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πρυμνόθεν''': Ἐπίρρ., = [[πρύμνηθεν]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 911, Ἄρατ. 343, κτλ. ΙΙ. ἀπὸ τοῦ πυθμένος, [[ὅθεν]] ὡς τὸ Λατ. funditus, ὁλοσχερῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς, πρόρριζα, ὀλλύναι, κτλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 71, 1056, πρβλ. [[πρυμνός]], [[πρύμνα]] ΙΙ· οὐδεμία δὲ [[ἀνάγκη]] νὰ ἀναγνώσωμεν [[πρέμνοθεν]] κατὰ τὸν Blomf. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:05, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv. A = πρύμνηθεν, A.R.4.911, Arat. 343, etc. II from the bottom: hence, utterly, root and branch, ὀλλύναι A.Th.71,1061 (anap.).
German (Pape)
[Seite 801] adv., = πρύμνηθεν, vom Schiffshintertheil od. von hinten her; auch wie πρεμνόθεν, von Grund aus, Οἰδίποδα γένος ὠλέσατε πρυμνόθεν Aesch. Spt. 1048, μὴ πόλιν πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε 71.
French (Bailly abrégé)
adv.
de fond en comble.
Étymologie: πρυμνός, -θεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρυμνόθεν [πρυμνός] adv., overdr. geheel en al:. Οἰδιπόδα γένος ὠλέσατε πρυμνόθεν de familie van Oedipus hebben jullie geheel en al vernietigd Aeschl. Sept. 1056.
Russian (Dvoretsky)
πρυμνόθεν: adv. досл. с кормы, перен. до основания, полностью, вконец (ὀλλύναι Aesch.).
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ.
1. από την πρύμνη του πλοίου
2. μτφ. ολοσχερώς, παντελώς («πόλιν πρυμνόθεν πανώλεθρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + συνδετικό φωνήεν -ο- + επιρρμ. κατάλ. -θεν].
Greek Monotonic
πρυμνόθεν: (πρυμνόν), επίρρ., από τον πυθμένα, από τον πάτο, απ' όπου, όπως το Λατ. funditis, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πρυμνόθεν: Ἐπίρρ., = πρύμνηθεν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 911, Ἄρατ. 343, κτλ. ΙΙ. ἀπὸ τοῦ πυθμένος, ὅθεν ὡς τὸ Λατ. funditus, ὁλοσχερῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς, πρόρριζα, ὀλλύναι, κτλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 71, 1056, πρβλ. πρυμνός, πρύμνα ΙΙ· οὐδεμία δὲ ἀνάγκη νὰ ἀναγνώσωμεν πρέμνοθεν κατὰ τὸν Blomf.
Middle Liddell
πρυμνόν
from the bottom, hence like Lat. funditus, utterly, root and branch, Aesch.