σποραδικός: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />dispersé ; sporadique (maladie).<br />'''Étymologie:''' [[σποράς]].
|btext=ή, όν :<br />dispersé ; sporadique (maladie).<br />'''Étymologie:''' [[σποράς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σπορᾰδικός''': -ή, -όν, διεσπαρμένος, κατοικῶν ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], τὰ σπ. ζῷα, ἀντίθετον τῷ τὰ ἀγελαῖα, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 5, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 23· ἐπὶ νόσων διεσπαρμένων, δηλ. ἐν παντὶ τόπῳ ὑπαρχουσῶν, οὐχὶ ἐνδημικῶν (ἴδε σπορὰς ἐν τέλ.), Γαλην.
|elnltext=σποραδικός -ή -όν [σποράς] verspreid (van dieren die niet in kuddes leven).
}}
{{elru
|elrutext='''σπορᾰδικός:''' [[живущий рассеянно]], [[держащийся в одиночку]] (ζῷα Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σπορᾰδικός:''' -ή, -όν, διασκορπισμένος, [[διάσπαρτος]]· <i>τὰ σποραδικὰ ζῷα</i>, αντίθ. προς <i>τὰ ἀγελαῖα</i> (αυτά που πηγαίνουν κοπαδιαστά), σε Αριστ.
|lsmtext='''σπορᾰδικός:''' -ή, -όν, διασκορπισμένος, [[διάσπαρτος]]· <i>τὰ σποραδικὰ ζῷα</i>, αντίθ. προς <i>τὰ ἀγελαῖα</i> (αυτά που πηγαίνουν κοπαδιαστά), σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπορᾰδικός:''' [[живущий рассеянно]], [[держащийся в одиночку]] (ζῷα Arst.).
|lstext='''σπορᾰδικός''': -ή, -όν, διεσπαρμένος, κατοικῶν ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], τὰ σπ. ζῷα, ἀντίθετον τῷ τὰ ἀγελαῖα, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 5, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 23· ἐπὶ νόσων διεσπαρμένων, δηλ. ἐν παντὶ τόπῳ ὑπαρχουσῶν, οὐχὶ ἐνδημικῶν (ἴδε σπορὰς ἐν τέλ.), Γαλην.
}}
{{elnl
|elnltext=σποραδικός -ή -όν [σποράς] verspreid (van dieren die niet in kuddes leven).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σπορᾰδικός, ή, όν<br />[[scattered]], τὰ σπ. ζῷα, opp. to τὰ ἀγελαῖα ([[gregarious]]), Arist.
|mdlsjtxt=σπορᾰδικός, ή, όν<br />[[scattered]], τὰ σπ. ζῷα, opp. to τὰ ἀγελαῖα ([[gregarious]]), Arist.
}}
}}

Revision as of 22:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπορᾰδικός Medium diacritics: σποραδικός Low diacritics: σποραδικός Capitals: ΣΠΟΡΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: sporadikós Transliteration B: sporadikos Transliteration C: sporadikos Beta Code: sporadiko/s

English (LSJ)

ή, όν, scattered, i.e. not living in communities, θηρία, ζῷα, Arist.Pol.1256a23, HA488a3; σποραδικοὶ ἀπολώλασι Th. 2.4 as loosely cited by Gal.17(1).2.

German (Pape)

[Seite 924] zerstreu't; ζῷα, Thiere, die nicht gesellig sind, einzeln leben, Ggstz ἀγελαῖα, Arist. pol. 1, 3, 3; νοσήματα, die zu allen Zeiten u. an allen Orten herrschen. Medic.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dispersé ; sporadique (maladie).
Étymologie: σποράς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σποραδικός -ή -όν [σποράς] verspreid (van dieren die niet in kuddes leven).

Russian (Dvoretsky)

σπορᾰδικός: живущий рассеянно, держащийся в одиночку (ζῷα Arst.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σποραδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σποράς, -άδος]
1. σκόρπιος, σκορπισμένος εδώ κι εκεί (α. «σποραδικοί οικισμοί» β. «τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῖα τὰ δὲ σποραδικά ἐστιν», Αριστοτ.)
2. (για νόσο) αυτός που υπάρχει ή μεταδίδεται σε κάθε τόπο και σε οποιονδήποτε χρόνο και προσβάλλει μικρό αριθμό ατόμων διάσπαρτων μέσα σε έναν πληθυσμό, σε αντιδιαστολή προς τον ενδημικό και τον επιδημικό («σποραδικά νοσήματα», Γαλ.)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει σε αραιά ή σε μη κανονικά χρονικά διαστήματα (α. «σποραδικοί πυροβολισμοί» β. «σποραδικές βροχές»).
επίρρ...
σποραδικώς / σποραδικῶς ΝΜΑ, και σποραδικά Ν
εδώ και εκεί, διάσπαρτα στον χώρο ή σε όχι κανονικά χρονικά διαστήματα.

Greek Monotonic

σπορᾰδικός: -ή, -όν, διασκορπισμένος, διάσπαρτος· τὰ σποραδικὰ ζῷα, αντίθ. προς τὰ ἀγελαῖα (αυτά που πηγαίνουν κοπαδιαστά), σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σπορᾰδικός: -ή, -όν, διεσπαρμένος, κατοικῶν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, τὰ σπ. ζῷα, ἀντίθετον τῷ τὰ ἀγελαῖα, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 5, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 23· ἐπὶ νόσων διεσπαρμένων, δηλ. ἐν παντὶ τόπῳ ὑπαρχουσῶν, οὐχὶ ἐνδημικῶν (ἴδε σπορὰς ἐν τέλ.), Γαλην.

Middle Liddell

σπορᾰδικός, ή, όν
scattered, τὰ σπ. ζῷα, opp. to τὰ ἀγελαῖα (gregarious), Arist.