στέγαρχος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />maître de maison.<br />'''Étymologie:''' [[στέγη]], [[ἄρχω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />maître de maison.<br />'''Étymologie:''' [[στέγη]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στέγαρχος''': , [[οἰκοδεσπότης]], Ἡρόδ. 1. 133, Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμβρίμῳ» 1.
|elnltext=στέγαρχος -ου, ὁ [στέγη, ἄρχω] baas van het huis, heer der huizes.
}}
{{elru
|elrutext='''στέγαρχος:''' ὁ [[хозяин дома]] Her.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στέγαρχος:''' ὁ ([[στέγη]]), [[κύριος]] του σπιτιού, [[νοικοκύρης]], [[οικοδεσπότης]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''στέγαρχος:''' ὁ ([[στέγη]]), [[κύριος]] του σπιτιού, [[νοικοκύρης]], [[οικοδεσπότης]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στέγαρχος:''' ὁ [[хозяин дома]] Her.
|lstext='''στέγαρχος''': , [[οἰκοδεσπότης]], Ἡρόδ. 1. 133, Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμβρίμῳ» 1.
}}
{{elnl
|elnltext=στέγαρχος -ου, ὁ [στέγη, ἄρχω] baas van het huis, heer der huizes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στέγ-αρχος, ὁ, [[στέγη]]<br />[[master]] of the [[house]], Hdt.
|mdlsjtxt=στέγ-αρχος, ὁ, [[στέγη]]<br />[[master]] of the [[house]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέγαρχος Medium diacritics: στέγαρχος Low diacritics: στέγαρχος Capitals: ΣΤΕΓΑΡΧΟΣ
Transliteration A: stégarchos Transliteration B: stegarchos Transliteration C: stegarchos Beta Code: ste/garxos

English (LSJ)

ὁ, master of the house, Hdt.1.133, Antiph.171.

German (Pape)

[Seite 932] ὁ, der Hausherr; Her. 1, 133; Antiphan. bei Poll. 10, 21, als Erklärung von σταθμοῦχος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maître de maison.
Étymologie: στέγη, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέγαρχος -ου, ὁ [στέγη, ἄρχω] baas van het huis, heer der huizes.

Russian (Dvoretsky)

στέγαρχος:хозяин дома Her.

Greek Monolingual

ὁ, Α
οικοδεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη + -αρχος].

Greek Monotonic

στέγαρχος: ὁ (στέγη), κύριος του σπιτιού, νοικοκύρης, οικοδεσπότης, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

στέγαρχος: ὁ, οἰκοδεσπότης, Ἡρόδ. 1. 133, Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμβρίμῳ» 1.

Middle Liddell

στέγ-αρχος, ὁ, στέγη
master of the house, Hdt.