σμώχω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=frotter, écraser, broyer.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[σμήω]].
|btext=frotter, écraser, broyer.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[σμήω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σμώχω''': μέλλ. -ξω. ([[σμάω]]), [[ψήχω]], [[τρίβω]], [[κατατρίβω]], «λιανίζω», καὶ σμώχετ’ ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1309· σμώξας Νικ. Θηρ. 530. 2) μεταφορ., πρσβάλλω δι’ ὕβρεων, Διόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 396 (389). - Καθ’ Ἡσυχ.: «ἐνεργεῖν μετὰ σπουδῆς».
|elnltext=σμώχω [~ σμήχω] vermorzelen.
}}
{{elru
|elrutext='''σμώχω:''' перемалывать, перетирать, т. е. жевать (ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σμώχω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ([[σμάω]]), [[κατατρίβω]], [[λιανίζω]], [[κοπανίζω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σμώχω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ([[σμάω]]), [[κατατρίβω]], [[λιανίζω]], [[κοπανίζω]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σμώχω:''' перемалывать, перетирать, т. е. жевать (ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Arph.).
|lstext='''σμώχω''': μέλλ. -ξω. ([[σμάω]]), [[ψήχω]], [[τρίβω]], [[κατατρίβω]], «λιανίζω», καὶ σμώχετ’ ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1309· σμώξας Νικ. Θηρ. 530. 2) μεταφορ., πρσβάλλω δι’ ὕβρεων, Διόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 396 (389). - Καθ’ Ἡσυχ.: «ἐνεργεῖν μετὰ σπουδῆς».
}}
{{elnl
|elnltext=σμώχω [~ σμήχω] vermorzelen.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμώχω Medium diacritics: σμώχω Low diacritics: σμώχω Capitals: ΣΜΩΧΩ
Transliteration A: smṓchō Transliteration B: smōchō Transliteration C: smocho Beta Code: smw/xw

English (LSJ)

A rub down, grind down, καὶ σμώχετ' ἀμφοῖν τοῖν γνάθοιν Ar. Pax 1309; σμώξας Nic.Th.530. 2 metaph., attack with abuse, Diodorus ap.Sch.Ar.Th.396.

German (Pape)

[Seite 912] = σμάω, σμήχω, reiben, abwischen, reinigen, ἐκλαμπρύνειν, Schol. zu Ar. a. a. O.; ἀμφοῖν τοῖν γνάθοιν, Ar. Pax 1274, wo der Schol. τρίβειν, ἐσθίειν erklärt; bei Nic. Ther. 530 ist σμώξας v.l. für μίξας. – Die VLL. erkl. σμῶξαι, πατάξαι, u. leiten davon σμῶδιξ her.

French (Bailly abrégé)

frotter, écraser, broyer.
Étymologie: DELG cf. σμήω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμώχω [~ σμήχω] vermorzelen.

Russian (Dvoretsky)

σμώχω: перемалывать, перетирать, т. е. жевать (ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Arph.).

Greek Monolingual

Α
1. τρίβω («καὶ σμώχετ' ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», Αριστοφ.)
2. μτφ. προσβάλλω με ύβρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σμω- της ρίζας σμη- του ρ. σμῶ «πλένω, σφουγγίζω, καθαρίζω» με το ενεστωτικό επίθημα -χω (πρβλ. σμή-χω). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, το ρ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα σώσμώχω χω, ψώχω.

Greek Monotonic

σμώχω: μέλ. -ξω (σμάω), κατατρίβω, λιανίζω, κοπανίζω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σμώχω: μέλλ. -ξω. (σμάω), ψήχω, τρίβω, κατατρίβω, «λιανίζω», καὶ σμώχετ’ ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1309· σμώξας Νικ. Θηρ. 530. 2) μεταφορ., πρσβάλλω δι’ ὕβρεων, Διόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 396 (389). - Καθ’ Ἡσυχ.: «ἐνεργεῖν μετὰ σπουδῆς».

Frisk Etymological English

See also: s. σμάω

Middle Liddell

σμώχω, σμάω
to rub down, grind down, Ar.