συνάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=sauter ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἅλλομαι]].
|btext=sauter ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἅλλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνάλλομαι''': ἀποθ., [[ἅλλομαι]], πηδῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐς τὸ ἄνω συναλλόμενος Λουκ. Ἀνάχ. 4: ἐπὶ ἵππου, τοῖς ἄλλοις (δηλ. ἵπποις) συνήλλετο Πλούτ. 2. 970D. ΙΙ. πηδῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] μετὰ φόβου, συνάλλεσθαι φαμὲν καὶ τοὺς ἀνιωμένους ἐπὶ τοῖς προσπεσοῦσιν αἰφνίδιον Ἀρτεμίδ. 1. 29.
|elnltext=συν-άλλομαι samen omhoog springen. Luc. 37.4.
}}
{{elru
|elrutext='''συνάλλομαι:''' [[одновременно прыгать]] Plut., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνάλλομαι:''' αποθ., [[πραγματοποιώ]] [[άλμα]] από κοινού, [[τρομάζω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''συνάλλομαι:''' αποθ., [[πραγματοποιώ]] [[άλμα]] από κοινού, [[τρομάζω]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνάλλομαι:''' [[одновременно прыгать]] Plut., Luc.
|lstext='''συνάλλομαι''': ἀποθ., [[ἅλλομαι]], πηδῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐς τὸ ἄνω συναλλόμενος Λουκ. Ἀνάχ. 4: ἐπὶ ἵππου, τοῖς ἄλλοις (δηλ. ἵπποις) συνήλλετο Πλούτ. 2. 970D. ΙΙ. πηδῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] μετὰ φόβου, συνάλλεσθαι φαμὲν καὶ τοὺς ἀνιωμένους ἐπὶ τοῖς προσπεσοῦσιν αἰφνίδιον Ἀρτεμίδ. 1. 29.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-άλλομαι samen omhoog springen. Luc. 37.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dep. to [[leap]] [[together]], Luc.
|mdlsjtxt=Dep. to [[leap]] [[together]], Luc.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάλλομαι Medium diacritics: συνάλλομαι Low diacritics: συνάλλομαι Capitals: ΣΥΝΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: synállomai Transliteration B: synallomai Transliteration C: synallomai Beta Code: suna/llomai

English (LSJ)

A leap together, Luc.Anach.4; of a horse, f.l. in Plu. 2.970e. II start back with terror, Artem.1.57.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ἅλλομαι), dep. med., mit- od. zusammenspringen, Luc. gymn. 4; – vor Schrecken zusammenfahren, Artemid. 1, 29.

French (Bailly abrégé)

sauter ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἅλλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άλλομαι samen omhoog springen. Luc. 37.4.

Russian (Dvoretsky)

συνάλλομαι: одновременно прыгать Plut., Luc.

Greek Monolingual

Α
1. πηδώ μαζί με κάποιον
2. πηδώ με φόβο προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»].

Greek Monotonic

συνάλλομαι: αποθ., πραγματοποιώ άλμα από κοινού, τρομάζω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνάλλομαι: ἀποθ., ἅλλομαι, πηδῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐς τὸ ἄνω συναλλόμενος Λουκ. Ἀνάχ. 4: ἐπὶ ἵππου, τοῖς ἄλλοις (δηλ. ἵπποις) συνήλλετο Πλούτ. 2. 970D. ΙΙ. πηδῶ πρὸς τὰ ὀπίσω μετὰ φόβου, συνάλλεσθαι φαμὲν καὶ τοὺς ἀνιωμένους ἐπὶ τοῖς προσπεσοῦσιν αἰφνίδιον Ἀρτεμίδ. 1. 29.

Middle Liddell

Dep. to leap together, Luc.