συνθρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=briser, amollir, énerver.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θρύπτω]].
|btext=briser, amollir, énerver.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θρύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνθρύπτω''': [[συντρίβω]], κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 13· ἀόρ. β΄ παθ. συνεθρύβη Θεόδ. Πρόδρ. 4. 325.
|elnltext=συν-θρύπτω geheel in stukken breken, met acc.; overdr. breken, vermurwen. μου τὴν καρδίαν mijn hart NT Act. Ap. 21.13.
}}
{{elru
|elrutext='''συνθρύπτω:''' досл. сокрушать, перен. надрывать (τὴν καρδίαν τινός NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θραύω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]]· [[συντρίβω]], [[θρυμματίζω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συνθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θραύω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]]· [[συντρίβω]], [[θρυμματίζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνθρύπτω:''' досл. сокрушать, перен. надрывать (τὴν καρδίαν τινός NT).
|lstext='''συνθρύπτω''': [[συντρίβω]], κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 13· ἀόρ. β΄ παθ. συνεθρύβη Θεόδ. Πρόδρ. 4. 325.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θρύπτω geheel in stukken breken, met acc.; overdr. breken, vermurwen. μου τὴν καρδίαν mijn hart NT Act. Ap. 21.13.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθρύπτω Medium diacritics: συνθρύπτω Low diacritics: συνθρύπτω Capitals: ΣΥΝΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: synthrýptō Transliteration B: synthryptō Transliteration C: synthrypto Beta Code: sunqru/ptw

English (LSJ)

break in pieces: crush, τὴν καρδίαν Act.Ap.21.13.

French (Bailly abrégé)

briser, amollir, énerver.
Étymologie: σύν, θρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θρύπτω geheel in stukken breken, met acc.; overdr. breken, vermurwen. μου τὴν καρδίαν mijn hart NT Act. Ap. 21.13.

Russian (Dvoretsky)

συνθρύπτω: досл. сокрушать, перен. надрывать (τὴν καρδίαν τινός NT).

English (Strong)

from σύν and thrupto (to crumble); to crush together, i.e. (figuratively) to dispirit: break.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. συντρίβω, θρυμματίζω
2. μτφ. προκαλώ βαθιά λύπη και απογοήτευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θρύπτω «θρυμματίζω»].

Greek Monotonic

συνθρύπτω: μέλ. -ψω, θραύω σε κομμάτια, κομματιάζω· συντρίβω, θρυμματίζω, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συνθρύπτω: συντρίβω, κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 13· ἀόρ. β΄ παθ. συνεθρύβη Θεόδ. Πρόδρ. 4. 325.

Middle Liddell

fut. ψω
to break in pieces: to crush, NTest.

Chinese

原文音譯:sunqrÚptw 尋-特呂普拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-虛弱
字義溯源:共同壓碎,碎,破碎;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(θρόνος)X*=弄碎)組成。參讀 (θραύω / θραυματίζω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 碎(1) 徒21:13