συνεπιστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=mander <i>ou</i> faire savoir en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιστέλλω]].
|btext=mander <i>ou</i> faire savoir en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιστέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνεπιστέλλω''': [[ἐπιστέλλω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], ἐπαχθὲς δὲ μηδὲν συνεπιστελλέτω Λουκ. Κρονοσ. 15.
|elnltext=συν-επιστέλλω meesturen (een boodschap).
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιστέλλω:''' [[вместе посылать]] Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνεπιστέλλω:''' [[στέλνω]], [[πέμπω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
|lsmtext='''συνεπιστέλλω:''' [[στέλνω]], [[πέμπω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνεπιστέλλω:''' [[вместе посылать]] Luc.
|lstext='''συνεπιστέλλω''': [[ἐπιστέλλω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], ἐπαχθὲς δὲ μηδὲν συνεπιστελλέτω Λουκ. Κρονοσ. 15.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-επιστέλλω meesturen (een boodschap).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[send]] with or [[together]], Luc.
|mdlsjtxt=to [[send]] with or [[together]], Luc.
}}
}}

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιστέλλω Medium diacritics: συνεπιστέλλω Low diacritics: συνεπιστέλλω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: synepistéllō Transliteration B: synepistellō Transliteration C: synepistello Beta Code: sunepiste/llw

English (LSJ)

authorize at the same time, BGU1741.8 (i B.C.), POxy.1024.6 (ii A.D.); send with or together, Luc.Sat.15.

French (Bailly abrégé)

mander ou faire savoir en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιστέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιστέλλω meesturen (een boodschap).

Russian (Dvoretsky)

συνεπιστέλλω: вместе посылать Luc.

Greek Monolingual

Α ἐπιστέλλω
1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως
2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

συνεπιστέλλω: στέλνω, πέμπω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιστέλλω: ἐπιστέλλω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ἐπαχθὲς δὲ μηδὲν συνεπιστελλέτω Λουκ. Κρονοσ. 15.

Middle Liddell

to send with or together, Luc.