συνεμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> entrer avec qqn dans, s'engager avec qqn dans;<br /><b>2</b> s'embarquer avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐμβαίνω]].
|btext=<b>1</b> entrer avec qqn dans, s'engager avec qqn dans;<br /><b>2</b> s'embarquer avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐμβαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνεμβαίνω''': [[ἐμβαίνω]] εἰς [[πλοῖον]], ἐμβιβάζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 15· σ. τινι εἰς τὴν θάλατταν Πολύβ. 1. 20, 7· τινὶ εἰς πόλεμον, [[ἐμβαίνω]] μετά τινος εἰς..., [[εἰσέρχομαι]] ἢ [[κατέρχομαι]] εἰς..., ὁ αὐτ. 29. 3, 8· εἰς ἀπέχθειάν τινι ὁ αὐτ. 16. 26, 6· σ. εἰς ἡρωϊκὰ [[πάθη]], ἀσχολοῦμαι εἰς..., ἐπὶ ποιητοῦ Λογγῖν. 9. 10, πρβλ. 13, 4.
|elnltext=συν-εμβαίνω samen (met...) aan boord gaan, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεμβαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе выходить]], [[вместе отправляться]] (τινὶ εἰς πόλεμον Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[вместе садиться на корабль]] (τινί Luc.);<br /><b class="num">3)</b> досл. вместе вступать, перен. проникаться: σ. εἰς τὴν ἀπέχθειαν [[ἅμα]] τινί Polyb. объединяться с кем-л. во вражде (к кому-л.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνεμβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], επιβιβάζομαι, [[επιβαίνω]], [[μπαίνω]] μαζί, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Λουκ.
|lsmtext='''συνεμβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], επιβιβάζομαι, [[επιβαίνω]], [[μπαίνω]] μαζί, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνεμβαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе выходить]], [[вместе отправляться]] (τινὶ εἰς πόλεμον Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[вместе садиться на корабль]] (τινί Luc.);<br /><b class="num">3)</b> досл. вместе вступать, перен. проникаться: σ. εἰς τὴν ἀπέχθειαν [[ἅμα]] τινί Polyb. объединяться с кем-л. во вражде (к кому-л.).
|lstext='''συνεμβαίνω''': [[ἐμβαίνω]] εἰς [[πλοῖον]], ἐμβιβάζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 15· σ. τινι εἰς τὴν θάλατταν Πολύβ. 1. 20, 7· τινὶ εἰς πόλεμον, [[ἐμβαίνω]] μετά τινος εἰς..., [[εἰσέρχομαι]] ἢ [[κατέρχομαι]] εἰς..., ὁ αὐτ. 29. 3, 8· εἰς ἀπέχθειάν τινι ὁ αὐτ. 16. 26, σ. εἰς ἡρωϊκὰ [[πάθη]], ἀσχολοῦμαι εἰς..., ἐπὶ ποιητοῦ Λογγῖν. 9. 10, πρβλ. 13, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εμβαίνω samen (met...) aan boord gaan, met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[βήσομαι]]<br />to [[embark]] [[together]], τινί with one, Luc.
|mdlsjtxt=fut. -[[βήσομαι]]<br />to [[embark]] [[together]], τινί with one, Luc.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεμβαίνω Medium diacritics: συνεμβαίνω Low diacritics: συνεμβαίνω Capitals: ΣΥΝΕΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: synembaínō Transliteration B: synembainō Transliteration C: synemvaino Beta Code: sunembai/nw

English (LSJ)

fut. -βήσομαι PTeb.729.3 (ii B.C.):—embark together, τινι with one, Luc.Nav.15; συνεμβήσητε (sic) ἅμα ἡμῖν εἰς ῥώμσιν Pap. in Glotta 2.150; συνεμβάς μοι εἰς πλοῖον BGU1817.12 (i B.C.): metaph., σ. τινὶ εἰς τὴν θάλατταν embark with one upon naval power, Plb.1.20.7; εἰς πόλεμον (sc. τινι) Id.29.3.8; εἰς ἀπέχθειαν ἅμα τινί Id.16.26.6; ἐν πλείοσιν τῶν τῇ πόλει συμφερόντων καὶ κοινῇ τοῖς πολίταις καὶ ἰδίᾳ ἑκάστῳ σ. Supp.Epigr.7.62.9 (Seleucia Pieria, ii B.C.); ἐς τὰ παρακαλούμενα ὑφ' ὑμίων συνεμβάντες GDI5183.18 (Crete, found at Teos, ii B.C.); σ. εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη engage in them, of a poet, Longin.9.10, cf. 13.4.

German (Pape)

[Seite 1014] (s. βαίνω), mit, zugleich, zusammen hineingehen; τοῖς Καρχηδονίοις τὴν θάλασσαν, Pol. 1, 20, 7; εἰς τὸν πόλεμον, 29, 3, 8.

French (Bailly abrégé)

1 entrer avec qqn dans, s'engager avec qqn dans;
2 s'embarquer avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐμβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εμβαίνω samen (met...) aan boord gaan, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνεμβαίνω:
1) вместе выходить, вместе отправляться (τινὶ εἰς πόλεμον Polyb.);
2) вместе садиться на корабль (τινί Luc.);
3) досл. вместе вступать, перен. проникаться: σ. εἰς τὴν ἀπέχθειαν ἅμα τινί Polyb. объединяться с кем-л. во вражде (к кому-л.).

Greek Monolingual

Α ἐμβαίνω
1. επιβιβάζομαι σε πλοίο μαζί με κάποιον
2. μτφ. α) παίρνω μέρος σε κάτι, ανακατεύομαι
β) ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι («συνεμβαίνει εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη περί τινος νικητοῦ», Λογγίν.)
3. φρ. «συνεμβαίνω τινὶ εἰς τὴν θάλατταν» — αποπλέω με κάποιον (Πολ.).

Greek Monotonic

συνεμβαίνω: μέλ. -βήσομαι, επιβιβάζομαι, επιβαίνω, μπαίνω μαζί, τινί, με κάποιον, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεμβαίνω: ἐμβαίνω εἰς πλοῖον, ἐμβιβάζομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 15· σ. τινι εἰς τὴν θάλατταν Πολύβ. 1. 20, 7· τινὶ εἰς πόλεμον, ἐμβαίνω μετά τινος εἰς..., εἰσέρχομαικατέρχομαι εἰς..., ὁ αὐτ. 29. 3, 8· εἰς ἀπέχθειάν τινι ὁ αὐτ. 16. 26, 6· σ. εἰς ἡρωϊκὰ πάθη, ἀσχολοῦμαι εἰς..., ἐπὶ ποιητοῦ Λογγῖν. 9. 10, πρβλ. 13, 4.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι
to embark together, τινί with one, Luc.