συνεμβαίνω

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεμβαίνω Medium diacritics: συνεμβαίνω Low diacritics: συνεμβαίνω Capitals: ΣΥΝΕΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: synembaínō Transliteration B: synembainō Transliteration C: synemvaino Beta Code: sunembai/nw

English (LSJ)

fut. -βήσομαι PTeb.729.3 (ii B.C.):—embark together, τινι with one, Luc.Nav.15; συνεμβήσητε (sic) ἅμα ἡμῖν εἰς ῥώμσιν Pap. in Glotta 2.150; συνεμβάς μοι εἰς πλοῖον BGU1817.12 (i B.C.): metaph., σ. τινὶ εἰς τὴν θάλατταν embark with one upon naval power, Plb.1.20.7; εἰς πόλεμον (sc. τινι) Id.29.3.8; εἰς ἀπέχθειαν ἅμα τινί Id.16.26.6; ἐν πλείοσιν τῶν τῇ πόλει συμφερόντων καὶ κοινῇ τοῖς πολίταις καὶ ἰδίᾳ ἑκάστῳ σ. Supp.Epigr.7.62.9 (Seleucia Pieria, ii B.C.); ἐς τὰ παρακαλούμενα ὑφ' ὑμίων συνεμβάντες GDI5183.18 (Crete, found at Teos, ii B.C.); σ. εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη engage in them, of a poet, Longin.9.10, cf. 13.4.

German (Pape)

[Seite 1014] (s. βαίνω), mit, zugleich, zusammen hineingehen; τοῖς Καρχηδονίοις τὴν θάλασσαν, Pol. 1, 20, 7; εἰς τὸν πόλεμον, 29, 3, 8.

French (Bailly abrégé)

1 entrer avec qqn dans, s'engager avec qqn dans;
2 s'embarquer avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐμβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εμβαίνω samen (met...) aan boord gaan, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνεμβαίνω:
1 вместе выходить, вместе отправляться (τινὶ εἰς πόλεμον Polyb.);
2 вместе садиться на корабль (τινί Luc.);
3 досл. вместе вступать, перен. проникаться: σ. εἰς τὴν ἀπέχθειαν ἅμα τινί Polyb. объединяться с кем-л. во вражде (к кому-л.).

Greek Monolingual

Α ἐμβαίνω
1. επιβιβάζομαι σε πλοίο μαζί με κάποιον
2. μτφ. α) παίρνω μέρος σε κάτι, ανακατεύομαι
β) ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι («συνεμβαίνει εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη περί τινος νικητοῦ», Λογγίν.)
3. φρ. «συνεμβαίνω τινὶ εἰς τὴν θάλατταν» — αποπλέω με κάποιον (Πολ.).

Greek Monotonic

συνεμβαίνω: μέλ. -βήσομαι, επιβιβάζομαι, επιβαίνω, μπαίνω μαζί, τινί, με κάποιον, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεμβαίνω: ἐμβαίνω εἰς πλοῖον, ἐμβιβάζομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 15· σ. τινι εἰς τὴν θάλατταν Πολύβ. 1. 20, 7· τινὶ εἰς πόλεμον, ἐμβαίνω μετά τινος εἰς..., εἰσέρχομαικατέρχομαι εἰς..., ὁ αὐτ. 29. 3, 8· εἰς ἀπέχθειάν τινι ὁ αὐτ. 16. 26, 6· σ. εἰς ἡρωϊκὰ πάθη, ἀσχολοῦμαι εἰς..., ἐπὶ ποιητοῦ Λογγῖν. 9. 10, πρβλ. 13, 4.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι
to embark together, τινί with one, Luc.