κυνώπης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>voc.</i> κυνῶπα;<br /><i>adj. m.</i><br />aux regards de chien, <i>càd</i> impudent.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ὤψ]].
|btext=<i>voc.</i> κυνῶπα;<br /><i>adj. m.</i><br />aux regards de chien, <i>càd</i> impudent.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ὤψ]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυνώπης -ου [κύων, ὤψ] vocat. -ῶπα, als adj. met hondenogen, schaamteloos, brutaal.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνώπης:''' adj. m (voc. κυνῶπα) бесстыдный как пес Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνώπης:''' -ου, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μάτια σκύλου, δηλ. [[ξεδιάντροπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως θηλ. κῠνῶπις, <i>-ιδος</i>, <i>ἡ</i>, σε Όμηρ.
|lsmtext='''κῠνώπης:''' -ου, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μάτια σκύλου, δηλ. [[ξεδιάντροπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως θηλ. κῠνῶπις, <i>-ιδος</i>, <i>ἡ</i>, σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνώπης -ου [κύων, ὤψ] vocat. -ῶπα, als adj. met hondenogen, schaamteloos, brutaal.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνώπης:''' adj. m (voc. κυνῶπα) бесстыдный как пес Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠν-ώπης, ου, ὁ, [ὤψ]<br />the dog-eyed, i. e. [[shameless]] one, Il.:—so fem.κῠνῶπις, ιδος, Hom.
|mdlsjtxt=κῠν-ώπης, ου, ὁ, [ὤψ]<br />the dog-eyed, i. e. [[shameless]] one, Il.:—so fem.κῠνῶπις, ιδος, Hom.
}}
}}

Revision as of 23:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνώπης Medium diacritics: κυνώπης Low diacritics: κυνώπης Capitals: ΚΥΝΩΠΗΣ
Transliteration A: kynṓpēs Transliteration B: kynōpēs Transliteration C: kynopis Beta Code: kunw/phs

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὤψ) dog-eyed, i.e. shameless one, Il.1.159:—fem. κῠν-ῶπις, ιδος, ἡ, ἐμεῖο κυνώπιδος εἵνεκ', says Helen, Od.4.145, cf. Il.3.180; κ. εἵνεκα κούρης, of Aphrodite, Od.8.319; of Hera, Il.18.396; of the Erinyes, E.Or.260, El.1252; παλλακὴ κ. Cratin.241.

French (Bailly abrégé)

voc. κυνῶπα;
adj. m.
aux regards de chien, càd impudent.
Étymologie: κύων, ὤψ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνώπης -ου [κύων, ὤψ] vocat. -ῶπα, als adj. met hondenogen, schaamteloos, brutaal.

Russian (Dvoretsky)

κῠνώπης: adj. m (voc. κυνῶπα) бесстыдный как пес Hom.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνώπης: -ου, ὁ, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς κυνός, δηλ. ἀναιδής, Ἰλ. Α. 159· ὡς τὸ κυνὸς ὄμματ’ ἔχων αὐτόθι 225· ― οὕτω θηλ. κῠνῶπις, ιδος, ἡ, εἵνεκ’ ἐμεῖο κυνώπιδος, λέγει ἡ Ἑλένη περὶ ἑαυτῆς, Ἰλ. Γ. 180, Ὀδ. Δ. 145· κυν. εἵνεκα κούρης, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Θ. 319· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 260, Ἠλ. 1252.

English (Autenrieth)

voc. κυνῶπα, and κυνῶπις, ιδος: literally dog-faced, i. e. impudent, shameless.

Spanish

animal con cara de perro

Greek Monolingual

κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια
2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.)
3. το θηλ.κυνώπις
ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -ωπης (< -ωψ, -ωπος < ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκώπης, κυανώπης].

Greek Monotonic

κῠνώπης: -ου, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μάτια σκύλου, δηλ. ξεδιάντροπος, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως θηλ. κῠνῶπις, -ιδος, , σε Όμηρ.

Middle Liddell

κῠν-ώπης, ου, ὁ, [ὤψ]
the dog-eyed, i. e. shameless one, Il.:—so fem.κῠνῶπις, ιδος, Hom.