κόριον: Difference between revisions
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[κόρη]].<br /><span class="bld">2</span>ου (τό) :<br />coriandre, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κορίαννον]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[κόρη]].<br /><span class="bld">2</span>ου (τό) :<br />coriandre, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κορίαννον]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κόριον -ου, τό, demin. van κόρη, meisje.<br />κόριον -ου, τό [~ κορίαννον] koriander (kruid). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόριον:''' дор., тж. Arph. [[κώριον]] τό девочка, девчурка Theocr., Lys. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κόριον:''' τό, υποκορ. του [[κόρη]], σε Θεόκρ.· Δωρ. [[κώριον]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κόριον:''' τό, υποκορ. του [[κόρη]], σε Θεόκρ.· Δωρ. [[κώριον]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κόριον]], ου, τό, [Dim. of [[κόρη]] | |mdlsjtxt=[[κόριον]], ου, τό, [Dim. of [[κόρη]] | ||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 2 October 2022
English (LSJ)
(A), τό, Dim. of κόρη,
A little girl, Lys.Fr.1.5 (ironically), Theoc.11.60; Megar. κώριον Ar.Ach.731.
(B), τό, shortened for κορίαννον, Nic.Al.157, Th.874, PCair.Zen.292.16, al. (iii B. C.), PTeb.190 (i B. C.), Dsc.3.63, Gal.12.36: pl., Hp.Mul.1.66.
II κόριον ἔνυδρον = ἀδίαντον (spleenwort), Ps.-Dsc.4.134.
III κόριον ἄγριον = καπνός (fumitory) II, ib.4.109.
German (Pape)
[Seite 1486] τό, 1) dim. von κόρη, Mägdlein; Theocr. 11, 60; Ath. XIII a. E.; s. κώριον. – 2) = κορίαννον, Nic. Al. 157 Th. 874.
French (Bailly abrégé)
1ου (τό) :
jeune fille.
Étymologie: κόρη.
2ου (τό) :
coriandre, plante.
Étymologie: DELG cf. κορίαννον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόριον -ου, τό, demin. van κόρη, meisje.
κόριον -ου, τό [~ κορίαννον] koriander (kruid).
Russian (Dvoretsky)
κόριον: дор., тж. Arph. κώριον τό девочка, девчурка Theocr., Lys.
Greek (Liddell-Scott)
κόριον: (Α), τό, ὑποκορ. τοῦ κόρη, μικρὸν κοράσιον, Λυσ. Ἀποσπ. 2, Θεόκρ. 11. 60· Δωρ. κώριον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 731.
Greek Monolingual
(I)
κόριον, δωρ. τ. κώριον, τὸ (Α)
μικρό κορίτσι, κοριτσάκι («ὦ πονηρὰ κώρι' ἀθλίου πατρός», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. -ιον].
(II)
κόριον και κόρι, τὸ (Α)
1. το φυτό κορίαννο ή κορίανδρο («οὐλόμενόν γε ποτὸν κορίοιο», Νίκ.)
2. φρ. α) «κόριον ενυδρον» — το φυτό αδίαντο
β) «κόριον ἄγριον» — το φυτό καπνός, το καπνόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίαννον κατ' αποκοπήν, λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως με το κόρις «κοριός», που οφείλεται στην οσμή του φυτού].
Greek Monotonic
κόριον: τό, υποκορ. του κόρη, σε Θεόκρ.· Δωρ. κώριον, σε Αριστοφ.