παραμυθητικός: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à consoler, consolant.<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />propre à consoler, consolant.<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=παραμυθητικός -ή -όν [παραμυθέομαι] bemoediging gevend.
}}
{{elru
|elrutext='''παραμῡθητικός:''' [[утешающий]], [[ободряющий]] ([[λόγος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραμῡθητικός:''' -ή, -όν, [[παρηγορητικός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''παραμῡθητικός:''' -ή, -όν, [[παρηγορητικός]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=παραμυθητικός -ή -όν [παραμυθέομαι] bemoediging gevend.
}}
{{elru
|elrutext='''παραμῡθητικός:''' [[утешающий]], [[ободряющий]] ([[λόγος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παραμῡθητικός, ή, όν [from παραμῡθέομαι]<br />consolatory, Arist.
|mdlsjtxt=παραμῡθητικός, ή, όν [from παραμῡθέομαι]<br />consolatory, Arist.
}}
}}

Revision as of 23:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμῡθητικός Medium diacritics: παραμυθητικός Low diacritics: παραμυθητικός Capitals: ΠΑΡΑΜΥΘΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paramythētikós Transliteration B: paramythētikos Transliteration C: paramythitikos Beta Code: paramuqhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, consolatory, -μυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ Arist.EN1171b2; able to assuage (sc. τῶν ἑαυτοῦ παθῶν), Chrysipp. ap. S.E.P.1.70; π. λόγος a letter of consolation, such as Plu. wrote to Apollonius, 2.101e sq.; π. ὑπόληψις D.Chr.12.40; τὸ -κόν consolation, D.H.Rh.6.4. Adv. -κῶς Eust.225.41, Sch.A.R.2.622.

German (Pape)

[Seite 490] ή, όν, ermunternd, tröstend; λόγος, Trostrede, Plut. u. Sp.; Arist. sagt auch eth. 9, 11, 3 παραμυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ. – Adv., Sp., wie Schol. Ap. Rh. 2, 624.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à consoler, consolant.
Étymologie: παραμυθέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραμυθητικός -ή -όν [παραμυθέομαι] bemoediging gevend.

Russian (Dvoretsky)

παραμῡθητικός: утешающий, ободряющий (λόγος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 3· ἱκανὸς ὅπως ἀνακουφίσῃ τι, ἀνακουφιστικὸς (ἐξυπακουομ. τοῦ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν) Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 70· π. λόγος, ἐπιστολὴ παραμυθητική, ὁποίαν ὁ Πλούταρχος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον, 2. 101F, κἑξ.· οὕτω, τὸ -κόν, παραμυθία, παρηγορία, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 6. 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 225. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παραμυθητικός, -ή, -όν, ΝΑ παραμυθητής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμυθία, στην παρηγοριά, που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, ιδίως τον ψυχικό, ο παρηγορητικός
2. αυτός που αποβλέπει στην παραμυθία, στην παρηγοριά («παραμυθητικά λόγια»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμυθητικόν
παραμυθία, παρηγοριά
2. φρ. «Παραμυθητικός λόγος» — χαρακτηρισμός παρηγορητικής επιστολής του Πλουτάρχου προς τον Απολλώνιο.
επίρρ...
παραμυθητικῶς ΜΑ
με παραμυθητικό τρόπο.

Greek Monotonic

παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

παραμῡθητικός, ή, όν [from παραμῡθέομαι]
consolatory, Arist.