περίπτυγμα: Difference between revisions

From LSJ

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />enveloppe.<br />'''Étymologie:''' [[περιπτύσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br />enveloppe.<br />'''Étymologie:''' [[περιπτύσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περίπτυγμα -ατος, τό [περιπτύσσω] bedekking.
}}
{{elru
|elrutext='''περίπτυγμα:''' ατος τό крышка (ἀντίπηγος εὐκύκλου Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίπτυγμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε διπλωμένο [[τριγύρω]], [[περικάλυμμα]], [[περιτύλιγμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''περίπτυγμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε διπλωμένο [[τριγύρω]], [[περικάλυμμα]], [[περιτύλιγμα]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=περίπτυγμα -ατος, τό [περιπτύσσω] bedekking.
}}
{{elru
|elrutext='''περίπτυγμα:''' ατος τό крышка (ἀντίπηγος εὐκύκλου Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περίπτυγμα]], ατος, τό, [from [[περιπτύσσω]]<br />[[anything]] [[folded]] [[round]], a [[covering]], Eur.
|mdlsjtxt=[[περίπτυγμα]], ατος, τό, [from [[περιπτύσσω]]<br />[[anything]] [[folded]] [[round]], a [[covering]], Eur.
}}
}}

Revision as of 23:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπτυγμα Medium diacritics: περίπτυγμα Low diacritics: περίπτυγμα Capitals: ΠΕΡΙΠΤΥΓΜΑ
Transliteration A: períptygma Transliteration B: periptygma Transliteration C: periptygma Beta Code: peri/ptugma

English (LSJ)

ατος, τό, anything folded round, covering, E.Ion 1391.

German (Pape)

[Seite 589] τό, das Herumgefaltete, die Decke, der Deckel, Eur. Ion 1391.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enveloppe.
Étymologie: περιπτύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπτυγμα -ατος, τό [περιπτύσσω] bedekking.

Russian (Dvoretsky)

περίπτυγμα: ατος τό крышка (ἀντίπηγος εὐκύκλου Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

περίπτυγμα: τό, περικάλυμμα, Εὐρ. Ἴων. 1391.

Greek Monolingual

τὸ, Α περιπτύσσω
(ποιητ. τ.) περικάλυμμα, σκέπασμα.

Greek Monotonic

περίπτυγμα: -ατος, τό, οτιδήποτε διπλωμένο τριγύρω, περικάλυμμα, περιτύλιγμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

περίπτυγμα, ατος, τό, [from περιπτύσσω
anything folded round, a covering, Eur.