σβεστήριος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui sert à éteindre ; τὸ σβεστήριον moyen d'éteindre.<br />'''Étymologie:''' [[σβεστήρ]].
|btext=α, ον :<br />qui sert à éteindre ; τὸ σβεστήριον moyen d'éteindre.<br />'''Étymologie:''' [[σβεστήρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=σβεστήριος -α -ον [σβέννυμι] voor het blussen, tot blussen dienend; subst. blusmiddel.
}}
{{elru
|elrutext='''σβεστήριος:''' [[огнетушительный]]: σβεστήρια κωλύματα Thuc. средства тушения огня.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σβεστήριος:''' -α, -ον, αυτός που χρησιμεύει στην [[κατάσβεση]] της πυρκαγιάς, [[κατασβεστικός]], σε Θουκ.
|lsmtext='''σβεστήριος:''' -α, -ον, αυτός που χρησιμεύει στην [[κατάσβεση]] της πυρκαγιάς, [[κατασβεστικός]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=σβεστήριος -α -ον [σβέννυμι] voor het blussen, tot blussen dienend; subst. blusmiddel.
}}
{{elru
|elrutext='''σβεστήριος:''' [[огнетушительный]]: σβεστήρια κωλύματα Thuc. средства тушения огня.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σβεστήριος]], η, ον<br />serving to [[quench]] [[fire]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[σβεστήριος]], η, ον<br />serving to [[quench]] [[fire]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 23:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σβεστήριος Medium diacritics: σβεστήριος Low diacritics: σβεστήριος Capitals: ΣΒΕΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: sbestḗrios Transliteration B: sbestērios Transliteration C: svestirios Beta Code: sbesth/rios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον Ph.1.350), serving to quench or put out, κωλύματα [πυρὸς] σ. Th.7.53: as substantive, σβεστήρια τοῦ πυρός D.H.3.56, cf. Plu.Cam.34, etc.: metaph., σ. κακοῦ φάρμακον Heraclit.All.20; σ. ἰάματα (for a fever) Orib.Eup. 3.6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sert à éteindre ; τὸ σβεστήριον moyen d'éteindre.
Étymologie: σβεστήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σβεστήριος -α -ον [σβέννυμι] voor het blussen, tot blussen dienend; subst. blusmiddel.

Russian (Dvoretsky)

σβεστήριος: огнетушительный: σβεστήρια κωλύματα Thuc. средства тушения огня.

Greek (Liddell-Scott)

σβεστήριος: -α, -ον, ὁ χρησιμεύων εἰς κατάσβεσιν, κατάλληλος πρὸς κατάσβεσιν, κωλύματα [πυρὸς] σβ. Θουκ. 7. 53· καὶ ὡς οὐσιαστ., σβεστήρια τοῦ πυρὸς Διον. Ἁλ. 3. 56, Πλουτ. Κάμιλλ. 34, κτλ.· μεταφορ., σβ. κακοῦ φάρμακον Ἡρακλείτ. Ἀλληγ. Ὁμ.· - ὡσαύτως σβεστικός, ή, όν, Ἀριστ. Προβλ. 23. 15, Θεοφρ. π. Πυρὸς 59.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -ία, Α
1. κατάλληλος ή χρήσιμος για σβήσιμο
2. μτφ. καταπραϋντικός («σβεστήριον κακοῦ φάρμακον», Ηράκλειτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- του αορ. ἔσβεσ(σ)α του σβέννυμι + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].

Greek Monotonic

σβεστήριος: -α, -ον, αυτός που χρησιμεύει στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, κατασβεστικός, σε Θουκ.

Middle Liddell

σβεστήριος, η, ον
serving to quench fire, Thuc.