συμπαρομαρτῶ: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />accompagner <i>ou</i> escorter ensemble <i>ou</i> en même temps à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρομαρτέω]].
|btext=-ῶ :<br />accompagner <i>ou</i> escorter ensemble <i>ou</i> en même temps à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρομαρτέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμπαρομαρτέω begeleiden, vergezellen, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρομαρτέω:''' [[сопровождать]], [[сопутствовать]] (τινι и ἐπί τι Xen., Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 25: Line 31:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[συμπαρέπομαι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συμπαρομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[συμπαρέπομαι]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=συμπαρομαρτέω begeleiden, vergezellen, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρομαρτέω:''' [[сопровождать]], [[сопутствовать]] (τινι и ἐπί τι Xen., Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω = [[συμπαρέπομαι]], Xen.]
|mdlsjtxt=fut. ήσω = [[συμπαρέπομαι]], Xen.]
}}
}}

Revision as of 00:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρομαρτῶ Medium diacritics: συμπαρομαρτῶ Low diacritics: συμπαρομαρτώ Capitals: ΣΥΜΠΑΡΟΜΑΡΤΩ
Transliteration A: symparomartō̂ Transliteration B: symparomartō Transliteration C: symparomarto Beta Code: sumparomartw=

English (LSJ)

συμπαρομαρτέω = συμπαρέπομαι, X.Cyr.1.6.24, App.Ill.27; of things, accompany, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος X.Smp.4.17; φόβος σ. τινί Id.Cyr.8.7.7; ὀσμαί Id.Oec.4.21, Ael.VH3.1; of symptoms, Aret.SD2.1, Steph.in Gal.1.237D.

German (Pape)

[Seite 985] = συμπαρέπομαι; Xen. Cyr. 7, 5, 84; ἐπί τι, 1, 6, 24 u. Sp., wie Luc. Gall. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accompagner ou escorter ensemble ou en même temps à côté de.
Étymologie: σύν, παρομαρτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαρομαρτέω begeleiden, vergezellen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρομαρτέω: сопровождать, сопутствовать (τινι и ἐπί τι Xen., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρομαρτέω: συμπαρέπομαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6. 24· ἐπὶ πραγμάτων, συνοδεύω, συνακολουθῶ, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 17· φόβος σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 7, 7· ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4. 4.

Greek Monolingual

συμπαρομαρτῶ, συμπαρομαρτέω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπαρομαρτῶ Α
συνοδεύω, συνακολουθώ, είμαι επακόλουθο, είμαι συνέπεια (α. «συμπαρομαρτοῦν τος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῦ κάλλους», Ξεν.
β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ ὄγκος», Αρετ.)
νεοελλ.
(συν. το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα συμπαρομαρτούντα
τα παρεπόμενα, τα παρακολουθήματα, τα επακόλουθα, οι συνέπειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρομαρτῶ «ακολουθώ, συνοδεύω»].

Greek Monotonic

συμπαρομαρτέω: μέλ. -ήσω, = συμπαρέπομαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω = συμπαρέπομαι, Xen.]