βρύχημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />cri de fureur, hurlement de douleur.<br />'''Étymologie:''' [[βρυχάομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />cri de fureur, hurlement de douleur.<br />'''Étymologie:''' [[βρυχάομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βρύχημα]] -ατος, τό [[βρυχάομαι]] gebrul.
}}
{{elru
|elrutext='''βρύχημα:''' ατος (ῡ) τό рев (μυκηθμοὶ καὶ βρυχήματα Aesch.; β. μεμυγμένον ἀπειλαῖς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρύχημα:''' -ατος, τό, [[μουγκρητό]], ουρλιαχτό, λέγεται για τους ανθρώπους, σε Πλούτ.
|lsmtext='''βρύχημα:''' -ατος, τό, [[μουγκρητό]], ουρλιαχτό, λέγεται για τους ανθρώπους, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''βρύχημα:''' ατος (ῡ) τό рев (μυκηθμοὶ καὶ βρυχήματα Aesch.; β. μεμυγμένον ἀπειλαῖς Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=bellowing, [[roaring]], of men, Plut.
|mdlsjtxt=bellowing, [[roaring]], of men, Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βρύχημα]] -ατος, τό [[βρυχάομαι]] gebrul.
}}
}}

Revision as of 10:51, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῡχημα Medium diacritics: βρύχημα Low diacritics: βρύχημα Capitals: ΒΡΥΧΗΜΑ
Transliteration A: brýchēma Transliteration B: brychēma Transliteration C: vrychima Beta Code: bru/xhma

English (LSJ)

ατος, τό, roar, roaring, λέοντος APl.4.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36; improperly of sheep (cf. βληχάομαι), A.Fr.158 (pl.); of men, Plu.Mar.20, Alex. 51.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῡ-]
bramido del ganado μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν con mugidos y balidos A.Fr.158.3
rugido λέοντος AP 16.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36, Aq.Ib.3.24
de pers. rugido, bramido de desesperación, Plu.Mar.20, Alex.51.

German (Pape)

[Seite 466] τό, dasselbe, Aesch. frg. 146; λέοντος Archi. 27 (Plan. 94); Opp. C. 1, 304; von Menschen Plut. Mar. 20 Al. 51.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri de fureur, hurlement de douleur.
Étymologie: βρυχάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρύχημα -ατος, τό βρυχάομαι gebrul.

Russian (Dvoretsky)

βρύχημα: ατος (ῡ) τό рев (μυκηθμοὶ καὶ βρυχήματα Aesch.; β. μεμυγμένον ἀπειλαῖς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βρύχημα: τό, ἀγρία φωνή, μούγκρισμα, Ὀππ. Κ. 3. 36· ἀτόπως ἐπὶ προβάτων (πρβλ. βληχάομαι), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλούτ. Μαρ. 20, Ἀλεξ. 51.

Greek Monolingual

το (AM βρύχημα) βρυχώμαι
ο βρυχηθμός.

Greek Monotonic

βρύχημα: -ατος, τό, μουγκρητό, ουρλιαχτό, λέγεται για τους ανθρώπους, σε Πλούτ.

Middle Liddell

bellowing, roaring, of men, Plut.