καταξύω: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=couper la surface.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξύω]].
|btext=couper la surface.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ξύω afschrapen, schuren.
}}
{{elru
|elrutext='''καταξύω:''' [[сцарапывать]], [[соскребать]], [[соскабливать]] (σιδήρῳ τι Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταξύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξύνω]] πολύ, [[φθείρω]] [[κάτι]] ξύνοντας<br /><b>2.</b> [[χαράζω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για [[γραφίδα]]) [[γράφω]]<br /><b>4.</b> [[στιλβώνω]], [[γυαλίζω]] [[κάτι]] με την [[τριβή]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>καταξύομαι</i><br />α) (για τη γη) [[υφίσταμαι]] [[διάβρωση]]<br />β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι.
|mltxt=[[καταξύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξύνω]] πολύ, [[φθείρω]] [[κάτι]] ξύνοντας<br /><b>2.</b> [[χαράζω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για [[γραφίδα]]) [[γράφω]]<br /><b>4.</b> [[στιλβώνω]], [[γυαλίζω]] [[κάτι]] με την [[τριβή]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>καταξύομαι</i><br />α) (για τη γη) [[υφίσταμαι]] [[διάβρωση]]<br />β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι.
}}
{{elru
|elrutext='''καταξύω:''' [[сцарапывать]], [[соскребать]], [[соскабливать]] (σιδήρῳ τι Luc.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ξύω afschrapen, schuren.
}}
}}

Revision as of 11:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταξύω Medium diacritics: καταξύω Low diacritics: καταξύω Capitals: ΚΑΤΑΞΥΩ
Transliteration A: kataxýō Transliteration B: kataxyō Transliteration C: kataksyo Beta Code: katacu/w

English (LSJ)

A scrape down, Hp.VC19, Sor.2.12, Gal.10.132. 2 scratch, mark, Luc. Nigr.27; γραφίδεσσι κ. inscribe, Hymn.Is.11. II polish, smooth, plane down, Thphr.HP3.15.2, D.S.2.13:—Pass., σανὶς -εξυσμένη εἰς εὐθεῖαν τομήν Agatharch.27; γλῶσσα -εξυσμένη ὑπὸ τέκτονος LXX Ep.Je.8. III Pass., of land, to be eroded, PTeb.74.52 (ii B.C.), etc. IV Pass., to be worried, πράγματι POxy.525.4 (ii A.D.); καταξύομαι μὴ ὁρῶν σε ib.1676.24 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1367] (s. ξύω), zerschaben, zerreißen, zerkratzen, Sp., wie Luc. Nigr. 27; auch = glätten.

French (Bailly abrégé)

couper la surface.
Étymologie: κατά, ξύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ξύω afschrapen, schuren.

Russian (Dvoretsky)

καταξύω: сцарапывать, соскребать, соскабливать (σιδήρῳ τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

καταξύω: μέλλ. -ύσω ῡ, ξύω πολύ, ξύων φθείρω, Ἱππ. Κεφ. Τρ. 911· ξύνων ἀφίνω ἴχνος, σημειώνω, γραφίδεσσι, κ., γράφειν, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1028. 11· προσέτι, καταμύσσω, κατασχάζω, καθαιματῶ, οἱ δὲ μαστιγοῦντες, οἱ δὲ χαριέστατοι καὶ σιδήρῳ τὰς ἐπιφανείας αὐτῶν καταξύοντες Λουκ. Νιγρ. 27. ΙΙ. στιλβώνω, ὡς τὸ καταξέω, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 2, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 448, 4, Διόδ. 2, 13.

Greek Monolingual

καταξύω (Α)
1. ξύνω πολύ, φθείρω κάτι ξύνοντας
2. χαράζω κάτι
3. (για γραφίδα) γράφω
4. στιλβώνω, γυαλίζω κάτι με την τριβή
5. παθ. καταξύομαι
α) (για τη γη) υφίσταμαι διάβρωση
β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι.