στρατηγέτης: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[στρατηγός]].<br />'''Étymologie:''' [[στρατηγέω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[στρατηγός]].<br />'''Étymologie:''' [[στρατηγέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στρατηγέτης -ου, ὁ [στρατηγέω] legeraanvoerder, bevelhebber, generaal. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρᾰτηγέτης:''' ου ὁ Luc. = [[στρατηγός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταρταγέτας]] και τ. θηλ. στρατηγέτις Α<br />[[στρατηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ηγέτης]])]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταρταγέτας]] και τ. θηλ. στρατηγέτις Α<br />[[στρατηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ηγέτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ,= στρατηγός, SIG 588.60 (Milet., ii B.C.), Ps.-Luc.Philopatr.9; Cret. σταρταγέτας (q.v.): fem. στρᾰτηγ-έτις, ιδος, Tz.H. 12.967.
German (Pape)
[Seite 951] ὁ, = στρατηγός, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. στρατηγός.
Étymologie: στρατηγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατηγέτης -ου, ὁ [στρατηγέω] legeraanvoerder, bevelhebber, generaal.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτηγέτης: ου ὁ Luc. = στρατηγός.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηγέτης: -ου, ὁ, = στρατηγός, Βυζ.· τὸ θηλ. -ηγέτις, -ιδος, Νικήτ. Χρον. 99D. Τζέτζ.· -ηγεσία, ἡ, = στρατηγία, Βυζαντ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σταρταγέτας και τ. θηλ. στρατηγέτις Α
στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + ἡγέτης (πρβλ. ποδ-ηγέτης)].