λωτοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lototrofos | |Transliteration C=lototrofos | ||
|Beta Code=lwtotro/fos | |Beta Code=lwtotro/fos | ||
|Definition=ον, (λωτός ''1'') [[producing lotus]], λεῖμαξ <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1571</span> (anap.). | |Definition=ον, ([[λωτός]] ''1'') [[producing lotus]], [[λεῖμαξ]] <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1571</span> (anap.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:17, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (λωτός 1) producing lotus, λεῖμαξ E.Ph.1571 (anap.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit des fleurs, fleuri.
Étymologie: λωτός, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
λωτοτρόφος: поросший лотосами, цветущий (λεῖμαξ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λωτοτρόφος: -ον, (λωτὸς Ι) παράγων λωτόν, λεῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1571.
Greek Monolingual
λωτοτρόφος, -ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που είναι εύφορος σε λωτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -τρόφος (< τρέφω)].
Greek Monotonic
λωτοτρόφος: -ον (λωτός I), αυτός που παράγει λωτό, σε Ευρ.