Μαίανδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />le Méandre (<i>auj.</i> Büyük Menderes), <i>fl. de Carie, célèbre par ses sinuosités</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Μαῖα]], [[ἀνήρ]] -- DELG -.
|btext=ου (ὁ) :<br />le Méandre (<i>auj.</i> Büyük Menderes), <i>fl. de Carie, célèbre par ses sinuosités</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Μαῖα]], [[ἀνήρ]] -- DELG -.
}}
{{elru
|elrutext='''Μαίανδρος:''' ὁ Мэандр<br /><b class="num">1)</b> река в сев. Карии, чрезвычайно извилистая Hom. etc.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[Μαιάνδριος]] II.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Μαίανδρος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b>[[Μαίανδρος]], [[ποταμός]] της Καρίας (Μ. Ασία), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b>μεταφ., περιελισσόμενο γεωμετρικό [[σχέδιο]] διακόσμησης, σε Στράβ.
|lsmtext='''Μαίανδρος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b>[[Μαίανδρος]], [[ποταμός]] της Καρίας (Μ. Ασία), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b>μεταφ., περιελισσόμενο γεωμετρικό [[σχέδιο]] διακόσμησης, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''Μαίανδρος:''' ὁ Мэандр<br /><b class="num">1)</b> река в сев. Карии, чрезвычайно извилистая Hom. etc.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[Μαιάνδριος]] II.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Μαίανδρος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[Maeander]], a [[river]] of [[Caria]], Il., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> metaph. a [[winding]] [[pattern]], Strab.
|mdlsjtxt=[[Μαίανδρος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[Maeander]], a [[river]] of [[Caria]], Il., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> metaph. a [[winding]] [[pattern]], Strab.
}}
}}

Revision as of 12:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μαίανδρος Medium diacritics: Μαίανδρος Low diacritics: Μαίανδρος Capitals: ΜΑΙΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: Maíandros Transliteration B: Maiandros Transliteration C: Maiandros Beta Code: *mai/andros

English (LSJ)

ὁ, Maeander, a river of Caria, Il.2.869, Hes.Th.339; noted for its windings, Hdt.2.29:—Adj. Μαιάνδριος, α, ονA, πέδιον D.P.837, etc. II metaph., winding, μαιάνδρους πολλοὺς ἑλίττει, of water, Philostr.Im.1.9; winding pattern, Aristeas 66, Str.12.8.15, J.AJ12.2.10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le Méandre (auj. Büyük Menderes), fl. de Carie, célèbre par ses sinuosités.
Étymologie: Μαῖα, ἀνήρ -- DELG -.

Russian (Dvoretsky)

Μαίανδρος: ὁ Мэандр
1) река в сев. Карии, чрезвычайно извилистая Hom. etc.;
2) Plut. = Μαιάνδριος II.

Greek (Liddell-Scott)

Μαίανδρος: ὁ, ποταμὸς τῆς Καρίας, Ἰλ. Β. 869, Ἡσ. Θ. 339· ἐπίσημος διὰ τοὺς ἑλιγμοὺς αὐτοῦ, Ἡρόδ. 2. 29· - ἐπίθ. Μαιάνδριος, α, ον, Διον. Π. 837, κτλ. II. μεταφορ., ἑλιγμός, μαιάνδρους πολλοὺς ἑλίττει, ἐπὶ ὕδατος ἢ ῥύακος, Φιλόστρ. 776· πλῆρες ἑλιγμῶν κόσμημα ἢ σχέδιον, Λατ. maeandrus, σκολιὸς ὢν (ὁ Μαίανδρος δηλ.) εἰς ὑπερβολὴν ὥστε ἐξ ἐκείνου τὰς σκολιότητας ἁπάσας μαιάνδρους καλεῖσθαι Στράβ. 577· ἐπὶ δὲ τῆς τραπέζης μαίανδρον ἐξέγλυψαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 8.

English (Autenrieth)

the Maeander, the river of many windings that flows into the sea near Milētus, Il. 2.869†.

Greek Monotonic

Μαίανδρος: ὁ,
I.Μαίανδρος, ποταμός της Καρίας (Μ. Ασία), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
II.μεταφ., περιελισσόμενο γεωμετρικό σχέδιο διακόσμησης, σε Στράβ.

Middle Liddell

Μαίανδρος, ὁ,
I. Maeander, a river of Caria, Il., Hdt.
II. metaph. a winding pattern, Strab.