Μεγαρικός: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Mégare ; ἡ Μεγαρική ([[γῆ]]) la Mégaride.<br />'''Étymologie:''' [[Μέγαρα]].
|btext=ή, όν :<br />de Mégare ; ἡ Μεγαρική ([[γῆ]]) la Mégaride.<br />'''Étymologie:''' [[Μέγαρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''Μεγᾰρικός:''' [[мегарский]] Arph. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Μεγᾰρικός:''' -ή, -όν, [[Μεγαρικός]], αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τα [[Μέγαρα]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· θηλ. [[Μεγαρίς]] (δηλ. <i>γῆ</i>), η [[περιφέρεια]] των Μεγάρων, η Μεγαρίδα, σε Θουκ.
|lsmtext='''Μεγᾰρικός:''' -ή, -όν, [[Μεγαρικός]], αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τα [[Μέγαρα]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· θηλ. [[Μεγαρίς]] (δηλ. <i>γῆ</i>), η [[περιφέρεια]] των Μεγάρων, η Μεγαρίδα, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''Μεγᾰρικός:''' [[мегарский]] Arph. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Μεγᾰρικός, ή, όν<br />Megarian, Ar., etc.:—fem. [[Μεγαρίς]] (sc. γῆ), the Megarian [[territory]], Megarid, Thuc.
|mdlsjtxt=Μεγᾰρικός, ή, όν<br />Megarian, Ar., etc.:—fem. [[Μεγαρίς]] (sc. γῆ), the Megarian [[territory]], Megarid, Thuc.
}}
}}

Revision as of 12:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μεγᾰρικός Medium diacritics: Μεγαρικός Low diacritics: Μεγαρικός Capitals: ΜΕΓΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Megarikós Transliteration B: Megarikos Transliteration C: Megarikos Beta Code: *megariko/s

English (LSJ)

ή, όν, Megarian, Ar.Ach.522, etc.; Μεγαρικοὶ κέραμοι, and in the language of trade Μεγαρικά, Megarian pottery, Sch.Ar.Nu.1205; cf. Μαγαρικός: Μεγαρικοί, οἱ, philosophers of the Megarian school, Arist. Metaph.1046b29, D.L.2.106; οἱ M. διαλεκτικοί Phld.Rh.1.279 S.; M. ἐρωτήματα Chrysipp.Stoic.2.90: fem. Μεγαρίς (sc. γῆ), Megarian territory, Th. 2.31, etc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Mégare ; ἡ Μεγαρική (γῆ) la Mégaride.
Étymologie: Μέγαρα.

Russian (Dvoretsky)

Μεγᾰρικός: мегарский Arph. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Μεγαρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ Μέγαρα ἢ τοὺς Μεγαρεῖς, Ἀριστοφ. κτλ.· Μεγαρικοὶ κέραμοι, καὶ κατὰ τὴν ἐμπορικὴν γλῶσσαν, Μεγαρικά, σκεύη πήλινα ἐκ Μεγάρων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, κτλ.· - Μεγαρικοί, οἱ, φιλόσοφοι τῆς Μεγαρικῆς σχολῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 3, 1, ἴδε Διογ. Λ. 2. κεφ. 10· - θηλυκ. Μεγαρὶς (ἐξυπ. γῆ), ἡ Μεγαρικὴ χώρα, Θουκ. 2. 31, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μεγαρικαὶ σφίγγες· Καλλίας πόρνας τινὰς οὕτως εἴρηκεν».

Greek Monotonic

Μεγᾰρικός: -ή, -όν, Μεγαρικός, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τα Μέγαρα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· θηλ. Μεγαρίς (δηλ. γῆ), η περιφέρεια των Μεγάρων, η Μεγαρίδα, σε Θουκ.

Middle Liddell

Μεγᾰρικός, ή, όν
Megarian, Ar., etc.:—fem. Μεγαρίς (sc. γῆ), the Megarian territory, Megarid, Thuc.