αἰτητικός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui aime à demander;<br /><b>2</b> qui convient pour demander.<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui aime à demander;<br /><b>2</b> qui convient pour demander.<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰτητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[любящий просить]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[просительный]] ([[στίχος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰτητικός:''' -ή, -όν ([[αἰτέω]]), αυτός που αγαπά ή αρέσκεται να ζητά, με γεν., σε Αριστ.
|lsmtext='''αἰτητικός:''' -ή, -όν ([[αἰτέω]]), αυτός που αγαπά ή αρέσκεται να ζητά, με γεν., σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰτητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[любящий просить]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[просительный]] ([[στίχος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αἰτέω]], [[fond]] of [[asking]], c. gen., Arist.
|mdlsjtxt=[[αἰτέω]], [[fond]] of [[asking]], c. gen., Arist.
}}
}}

Revision as of 12:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτητικός Medium diacritics: αἰτητικός Low diacritics: αιτητικός Capitals: ΑΙΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aitētikós Transliteration B: aitētikos Transliteration C: aititikos Beta Code: ai)thtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fond of asking, τινός Arist.EN1120a33. Adv. αἰτητικῶς, ἔχειν πρός τινα D.L.6.31.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de pers. pedigüeño Arist.EN 1120a33.
2 de cosas petitorio στίχος Plu.2.334e, ἐρώτημα δέ ἐστι πρᾶγμα αὐτοτελὲς μὲν ... αἰτητικὸν δὲ ἀποκρίσεως Chrysipp.Stoic.2.61, cf. Origenes M.12.1529B.
II adv. αἰτητικῶς = haciendo colectas, αἰτητικῶς ἔχειν πρὸς τοὺς γονέας D.L.6.31.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui aime à demander;
2 qui convient pour demander.
Étymologie: αἰτέω.

Russian (Dvoretsky)

αἰτητικός:
1) любящий просить Arst.;
2) просительный (στίχος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰτητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν νὰ αἰτῇ, τινός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 16. ― Ἐπίρρ. αἰτητικῶς ἔχειν πρός τινα, Διογ. Λ. 6. 31.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτητικός, -ή, -όν)
απαιτητικός, επίμονος
αρχ.
φρ. «αἰτητικῶς ἔχω πρός τινα», του ζητώ επίμονα κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από το αἰτητής (< αἰτῶ) ή -λόγω της σημασίας του
απευθείας από το ρ. αἰτῶ ή και το αἴτησις, πράγμα που φαίνεται πιθανότερο].

Greek Monotonic

αἰτητικός: -ή, -όν (αἰτέω), αυτός που αγαπά ή αρέσκεται να ζητά, με γεν., σε Αριστ.

Middle Liddell

αἰτέω, fond of asking, c. gen., Arist.