αὐτογέννητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />né du propre sein (de qqn) : αὐτογέννητα κοιμήματα [[ματρός]] SOPH commerce d'une mère (Jocaste) avec son propre enfant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[γεννάω]].
|btext=ος, ον :<br />né du propre sein (de qqn) : αὐτογέννητα κοιμήματα [[ματρός]] SOPH commerce d'une mère (Jocaste) avec son propre enfant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[γεννάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτογέννητος:''' [[кровосмесительный]] (κοιμήματα [[ματρός]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτογέννητος:''' -ον, αυτός που δημιουργείται [[μόνος]] του, <i>αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός</i>, ερωτική [[συνεύρεση]] της μητέρας με το ίδιο της το [[παιδί]], σε Σοφ.
|lsmtext='''αὐτογέννητος:''' -ον, αυτός που δημιουργείται [[μόνος]] του, <i>αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός</i>, ερωτική [[συνεύρεση]] της μητέρας με το ίδιο της το [[παιδί]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτογέννητος:''' [[кровосмесительный]] (κοιμήματα [[ματρός]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[self]]-produced: αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός a [[mother]]'s [[intercourse]] with her own [[child]], Soph.
|mdlsjtxt=<br />[[self]]-produced: αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός a [[mother]]'s [[intercourse]] with her own [[child]], Soph.
}}
}}

Revision as of 12:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτογέννητος Medium diacritics: αὐτογέννητος Low diacritics: αυτογέννητος Capitals: ΑΥΤΟΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: autogénnētos Transliteration B: autogennētos Transliteration C: aftogennitos Beta Code: au)toge/nnhtos

English (LSJ)

ον, = αὐτογενής: αὐ. κοιμήματα μητρός a mother's intercourse with her own child, S. Ant.864.

Spanish (DGE)

-ον
nacido de sí mismo por enálage κοιμήματα τ' αὐτογέννητα ... μητρός unión de una madre con su propio hijo S.Ant.864
frec. en lit. crist., de Dios, Hom.Clem.16.16, de una de las tres divisiones del universo ἡ αὐ. μοῖρα Hippol.Haer.5.12.7, de las tinieblas κακὸν αὐτογέννητον Basil.M.29.36C.

German (Pape)

[Seite 396] dasselbe, αὐτογέννητα κοιμήματα ματρός Soph. Ant. 856, Jocaste's Beilager mit dem Sohne, den sie selbst geboren.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né du propre sein (de qqn) : αὐτογέννητα κοιμήματα ματρός SOPH commerce d'une mère (Jocaste) avec son propre enfant.
Étymologie: αὐτός, γεννάω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτογέννητος: кровосмесительный (κοιμήματα ματρός Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτογέννητος: -ον, = αὐτογενής: κοιμήματά τε αὐτογέννητ’ ... μητρός, καὶ κοιμήματα μητρὸς μετὰ τοῦ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντος τέκνου, Σοφ. Ἀντ. 864· - ὡσαύτως, αὐτογεννήτωρ, ορος, ὁ, αὐτὸς ὁ πατήρ, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 239Α.

Greek Monolingual

αὐτογέννητος, -ον (Α)
αυτογενής.

Greek Monotonic

αὐτογέννητος: -ον, αυτός που δημιουργείται μόνος του, αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός, ερωτική συνεύρεση της μητέρας με το ίδιο της το παιδί, σε Σοφ.

Middle Liddell


self-produced: αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός a mother's intercourse with her own child, Soph.