γρυμέα: Difference between revisions
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />friperie.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[γρυμαῖα]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />friperie.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[γρυμαῖα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γρῠμέα:''' или [[γρυμαῖα|γρῠμαῖα]] ἡ отбросы, хлам. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[γρυμαία]], η (Α [[γρυμέα]] και [[γρυμαία]])<br /><b>1.</b> [[σάκος]] ή [[κιβώτιο]] για [[τοποθέτηση]] ενδυμάτων ή εργαλείων<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[σακίδιο]]<br /><b>3.</b> [[μικρός]] [[σάκος]] που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την [[τροφή]] τους, [[ταγάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σωρός]] από ασήμαντα [[μικροπράγματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τύποι [[γρυμέα]] ή [[γρυμαία]] και [[γρύτη]] ανήκουν σε μια [[ομάδα]] δημωδών λέξεων, τών οποίων το [[επίθημα]] [[είναι]] δύσκολο να προσδιοριστεί. Οι λέξεις αυτές συνδέονται πιθ. με το <i>γρυ</i> «[[κάτι]] [[χωρίς]] [[αξία]]»]. | |mltxt=και [[γρυμαία]], η (Α [[γρυμέα]] και [[γρυμαία]])<br /><b>1.</b> [[σάκος]] ή [[κιβώτιο]] για [[τοποθέτηση]] ενδυμάτων ή εργαλείων<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[σακίδιο]]<br /><b>3.</b> [[μικρός]] [[σάκος]] που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την [[τροφή]] τους, [[ταγάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σωρός]] από ασήμαντα [[μικροπράγματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τύποι [[γρυμέα]] ή [[γρυμαία]] και [[γρύτη]] ανήκουν σε μια [[ομάδα]] δημωδών λέξεων, τών οποίων το [[επίθημα]] [[είναι]] δύσκολο να προσδιοριστεί. Οι λέξεις αυτές συνδέονται πιθ. με το <i>γρυ</i> «[[κάτι]] [[χωρίς]] [[αξία]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 12:35, 3 October 2022
English (LSJ)
(in codd. freq. written γρυμαία), ἡ, A bag or chest for old clothes, etc., Diph.127, Poll.10.160, Phryn.PSp.60 B.:—also γρυμεῖα or γροφ-εία, ibid., Et.Gud.d. II = γρύτη 1 (Hsch.), trash, trumpery, Sotad. Com.1.3; of persons, riff-raff, ῥήτορας καὶ ποιητὰς καὶ πᾶσαν τὴν τοιαύτην γ. Phld.Ir.p.65 W., cf. Them.Or.21.257a; γ. παντοδαπῶν βιβλίων Dam.Isid.293:—hence γρῡμεοπώλης, ου, ὁ, Luc. Lex.3.
Spanish (DGE)
(γρῡμέα) -ας, ἡ
• Grafía: graf. γρυμεῖα Phryn.PS 60, γρυμεία Et.Gud.323.24, γρυμαία Dam.Fr.318, Zonar.
• Morfología: [siempre sg.]
1 cofre, arca, saco de cuero para ajuar doméstico, Diph.128, Hdn.Philet.208, Poll.10.160, Phryn.PS 60, Hsch., Zonar., γρυμαία ἔκειτο παντοδαπῶν βιβλίων Dam.l.c.
•saco de cuero llevado como coraza καταλιπεῖν μὲν τὰ λαισήια καὶ τὰς κτιδέας καὶ τὴν γρυμέαν Them.Or.21.257a.
2 sg. colect. trastos, chismes Phryn.PS 60, Hsch.
•ref. al pescado menudo morralla Sotad.Com.1.3
•despect. ref. a pers. gentuza, canalla ῥήτορας καὶ ποιητὰς καὶ πᾶσαν τὴν τοιαύτην γρυμέαν Phld.Ir.31.24, συρφετὸς οὗτος καὶ ἡ γρυμέα Them.Or.23.293d.
• Etimología: Deriv. popular de γρῦ q.u.
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, od. γρυμεία, ältere u. bessere Schreibart für γρυμαία, B. A. 33 aus Diphil.; Sotad. com. bei Ath. VII, 293 a von Fischüberbleibseln.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
friperie.
Étymologie: DELG cf. γρυμαῖα.
Russian (Dvoretsky)
γρῠμέα: или γρῠμαῖα ἡ отбросы, хлам.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡμέα: (ἐν χειρογρ. συχν. γρυμαία), ἡ, σάκκος ἢ κιβώτιον παλαιῶν ἐνδυμάτων, κτλ., Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 45, Πολυδ. Ι΄, 100, Α. Β. 33· ὁ τύπος γρυμεία, αὐτ., Ἐτ. Γουδ. 130. 5. ΙΙ. ὅμοιον τῷ γρύτη Ι (Ἡσύχ.), πράγματα ἀνάξια λόγου, συρφετός, Σωτάδ. Ἐγκλειομ. 1. 3, Ἡρακλ. Κυλινδρ. 1. σ. 64, Θεμίστ. 257 Α, κτλ.· -ἐντεῦθεν γρῡμεοπώλης, ου, ὁ, Λουκ. Λεξιφ. 3· ἴδε Λοβ. Φρύν. 230.
Greek Monolingual
και γρυμαία, η (Α γρυμέα και γρυμαία)
1. σάκος ή κιβώτιο για τοποθέτηση ενδυμάτων ή εργαλείων
2. στρατιωτικό σακίδιο
3. μικρός σάκος που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την τροφή τους, ταγάρι
αρχ.
σωρός από ασήμαντα μικροπράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι γρυμέα ή γρυμαία και γρύτη ανήκουν σε μια ομάδα δημωδών λέξεων, τών οποίων το επίθημα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Οι λέξεις αυτές συνδέονται πιθ. με το γρυ «κάτι χωρίς αξία»].
Frisk Etymological English
γρύτη
Grammatical information: f.
Meaning: bag or chest for old clothes (Com., Phld.). γρύτη f. trash, trumpery, woman's dressing-case, vanity-bag, frippery (Sapph., pap.); small fry (Gp.)
Other forms: codd. often γρυμαία; also γρυμεῖα, γρυμεία.
Compounds: γρυμεοπώλης (Luc.); γρυτοπώλης (Kos, pap.); γρυτο-δόκη (AP),
Derivatives: γρυτάριον dimin. (Zen., pap.); γρυτεύεται παρασκευάζεται H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. in origin small things of little value, later the chest etc. The formation of γρυμέα, -αία, -εία is rare; together with the variation it suggests a non-Greek (= Pre-Greek formation) s. Beekes, Pre-Greek suff. -αι/ε(ι)-. With γρύτη cf. κίστη(?). Perhaps to γρῦ as something small. The comparison with Lat. grūmus heap of earth, hillock is less convincing; better is that with OE. cruma crumb, but still very doubtful. - From γρυμέα prob. Lat. crumīna bag, purse; s. Pfister IF 56, 200ff. Thus γρύτη may be the source of Lat. scrūta n. pl. trash, frippery.
Frisk Etymology German
γρυμέα: (codd. oft -αία), -εία
{gruméa}
Grammar: f.
Meaning: Kasten für alte Kleider, Trödelware (Kom., Phld. usw.), γρυμεοπώλης (Luk.). In ähnlicher Bed. γρύτη f. Schmuckkasten, Tand, Fischbrut (Sapph., Pap., Peripl. M. Rubr. u. a.); γρυτοδόκη (AP), -πώλης (Kos, Pap.).
Derivative: Davon γρυτάριον Demin. (Zen., Pap.); γρυτεύεται· παρασκευάζεται H.
Etymology: Die Bildung von γρυμέα, -αία, -εία hat kein näheres Gegenstück; zu γρύτη vgl. κίστη. Beziehung zu γρῦ als Ausdruck für ein kleines Maß scheint sicher. Seit Osthoff MU 4, 124 wird γρυμέα zu lat. grūmus Erdhaufe, Hügel, ags. cruma ‘Brot-krume’ usw. als "Zusammengekratztes" gezogen; weitere, noch unsichrere Kombinationen sind bei W.-Hofmann s. grūmus referiert. Ein Wort dieser Art und dieser Bedeutung bietet dem Etymologen ganz besondere Schwierigkeiten. — Aus γρυμέα wahrscheinlich lat. crumīna Geldbeutelchen, Börse; ausfuhrlich darüber Pfister IF 56, 200ff. Ebenso wird γρύτη als Quelle von lat. scrūta n. pl. ‘altes Ger?mpel, Trödelware’ betrachtet.
Page 1,329