δραπετικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les esclaves fugitifs.<br />'''Étymologie:''' [[δραπέτης]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les esclaves fugitifs.<br />'''Étymologie:''' [[δραπέτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''δρᾱπετικός:''' [[касающийся беглых]] (рабов): δ. [[θρίαμβος]] Plut. триумф (Красса) по поводу победы в Невольнической войне.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρᾱπετικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε δραπέτη, δρ. [[θρίαμβος]], [[θρίαμβος]] δραπέτη δούλου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δρᾱπετικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε δραπέτη, δρ. [[θρίαμβος]], [[θρίαμβος]] δραπέτη δούλου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δρᾱπετικός:''' [[касающийся беглых]] (рабов): δ. [[θρίαμβος]] Plut. триумф (Красса) по поводу победы в Невольнической войне.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δρᾱπετικός, ή, όν <i>adj</i><br />of or for a [[δραπέτης]], δρ. [[θρίαμβος]] a [[triumph]] [[over]] a [[runaway]] [[slave]], Plut.
|mdlsjtxt=δρᾱπετικός, ή, όν <i>adj</i><br />of or for a [[δραπέτης]], δρ. [[θρίαμβος]] a [[triumph]] [[over]] a [[runaway]] [[slave]], Plut.
}}
}}

Revision as of 12:51, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾱπετικός Medium diacritics: δραπετικός Low diacritics: δραπετικός Capitals: ΔΡΑΠΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: drapetikós Transliteration B: drapetikos Transliteration C: drapetikos Beta Code: drapetiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for a δραπέτης, δ. θρίαμβος a triumph over runaway slaves, Plu.Pomp.31; δ. σώματα CIG2554.102 (Crete); δραπετικοί, οἱ, IG5(1).1390.83 (Andania); of a slave, likely to run away, BGU887.5 (ii A. D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1fugitivo, fugado δραπετικὰ σώματα esclavos fugitivos, IRhod.Per.357.9 (II a.C.), cf. ICr.1.16.5.50 (Lato II a.C.), δ. θρίαμβος triunfo sobre los esclavos fugitivos e.d. por la guerra de los esclavos, Plu.Pomp.31
subst. ὁ δ. esclavo fugitivo, IG 5(1).1390.83 (Andania I a.C.).
2 de esclavos proclive a escaparse κοράσιον ... μήτε ῥέ[μβ] ον μήτε δραπετικόν BGU 887.5, cf. PTurner 22.4 (ambos II d.C.)
subst. τὸ δ. proclividad a huir Elias in Cat.212.29.
II adv. -ῶς de forma fugitiva glos. a δραπετίνδα Hsch.

German (Pape)

[Seite 665] den Flüchtling, den entlaufenen Sklaven betreffend; θρίαμβος, ein Triumph über solche, Plut. Pomp. 31.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les esclaves fugitifs.
Étymologie: δραπέτης.

Russian (Dvoretsky)

δρᾱπετικός: касающийся беглых (рабов): δ. θρίαμβος Plut. триумф (Красса) по поводу победы в Невольнической войне.

Greek (Liddell-Scott)

δραπετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δραπέτην, δρ. θρίαμβος, θρίαμβος ἀπὸ δραπετῶν δούλων, Πλούτ. Πομπ. 31· δρ. σώματα Ἐπιγρ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 102.

Greek Monolingual

δραπετικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δραπέτη
2. (για δούλο) αυτός που παρουσιάζει τάσεις φυγής, επιρρεπής σε δραπέτευση.

Greek Monotonic

δρᾱπετικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε δραπέτη, δρ. θρίαμβος, θρίαμβος δραπέτη δούλου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δρᾱπετικός, ή, όν adj
of or for a δραπέτης, δρ. θρίαμβος a triumph over a runaway slave, Plut.