δραστέος: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[δράω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[δράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δραστέος:''' adj. verb. к [[δράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δραστέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[δράω]], αυτός που πρέπει να γίνει, που πρέπει να συντελεστεί, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δραστέον</i>, πρέπει να κάνουμε, στον ίδ., σε Ευρ.
|lsmtext='''δραστέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[δράω]], αυτός που πρέπει να γίνει, που πρέπει να συντελεστεί, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δραστέον</i>, πρέπει να κάνουμε, στον ίδ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δραστέος:''' adj. verb. к [[δράω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[δράω]]<br /><b class="num">I.</b> to be done, Soph.<br /><b class="num">II.</b> δραστέον, one must do, Soph., Eur.
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[δράω]]<br /><b class="num">I.</b> to be done, Soph.<br /><b class="num">II.</b> δραστέον, one must do, Soph., Eur.
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραστέος Medium diacritics: δραστέος Low diacritics: δραστέος Capitals: ΔΡΑΣΤΕΟΣ
Transliteration A: drastéos Transliteration B: drasteos Transliteration C: drasteos Beta Code: draste/os

English (LSJ)

α, ον, A to be done, S.Tr.1204. II δραστέον one must do, Id.OT1443, E.IA1024, D.Chr.12.16.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser hecho ὁποῖα δραστέ' ἐστίν· S.Tr.1204, αὐτοχειρί μοι ... δραστέον τοὔργον S.El.1019, τοῦτο γε δραστέον Pl.Plt.268d, cf. Phlb.20a, Lg.644b.

German (Pape)

[Seite 665] s. δράω.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de δράω.

Russian (Dvoretsky)

δραστέος: adj. verb. к δράω.

Greek (Liddell-Scott)

δραστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ποιητέος, πρακτέος, Σοφ. Τρ. 1204 ΙΙ. δραστέον, πρέπει τις νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1443, Εὐρ. Ι. Α. 1024.

Greek Monotonic

δραστέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του δράω, αυτός που πρέπει να γίνει, που πρέπει να συντελεστεί, σε Σοφ.
II. δραστέον, πρέπει να κάνουμε, στον ίδ., σε Ευρ.

Middle Liddell

verb. adj. of δράω
I. to be done, Soph.
II. δραστέον, one must do, Soph., Eur.