δοριστέφανος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />couronné pour sa vaillance, pour sa bravoure.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[στέφανος]]. | |btext=ος, ον :<br />couronné pour sa vaillance, pour sa bravoure.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[στέφανος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοριστέφᾰνος:''' [[увенчанный боевой славой]] ([[Σπάρτα]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δοριστέφανος:''' -ον, αυτός που έχει στεφανωθεί για [[ανδρεία]] (που επέδειξε), [[νικηφόρος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''δοριστέφανος:''' -ον, αυτός που έχει στεφανωθεί για [[ανδρεία]] (που επέδειξε), [[νικηφόρος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δορι-[[στέφανος]], ον <i>adj</i><br />[[crowned]] for [[bravery]], Anth. | |mdlsjtxt=δορι-[[στέφανος]], ον <i>adj</i><br />[[crowned]] for [[bravery]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, crowned for bravery, Σπάρτα ib.596.
Spanish (DGE)
(δοριστέφᾰνος) -ον
coronado por su valor guerrero Σπάρτα Lobo SHell.512.
German (Pape)
[Seite 658] speerumkränzt; Σπάρτα Ep. ad. 507 (IX, 596).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné pour sa vaillance, pour sa bravoure.
Étymologie: δόρυ, στέφανος.
Russian (Dvoretsky)
δοριστέφᾰνος: увенчанный боевой славой (Σπάρτα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δοριστέφανος: -ον, στεφανωθεὶς ἐπὶ ἀνδρείᾳ, Σπάρτα Ἀνθ. Π. 9. 596.
Greek Monolingual
δοριστέφανος, -ον (Α)
στεφανωμένος για την πολεμική του ανδρεία.
Greek Monotonic
δοριστέφανος: -ον, αυτός που έχει στεφανωθεί για ανδρεία (που επέδειξε), νικηφόρος, σε Ανθ.