δυσμετάθετος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à changer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μετατίθημι]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à changer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μετατίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμετάθετος:''' Polyb., Plut. = [[δυσμετάβλητος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσμετάθετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται, [[ισχυρογνώμων]], [[επίμονος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα μετατίθεται.
|mltxt=[[δυσμετάθετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται, [[ισχυρογνώμων]], [[επίμονος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα μετατίθεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμετάθετος:''' Polyb., Plut. = [[δυσμετάβλητος]].
}}
}}

Revision as of 13:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμετάθετος Medium diacritics: δυσμετάθετος Low diacritics: δυσμετάθετος Capitals: ΔΥΣΜΕΤΑΘΕΤΟΣ
Transliteration A: dysmetáthetos Transliteration B: dysmetathetos Transliteration C: dysmetathetos Beta Code: dusmeta/qetos

English (LSJ)

ον, hard to alter, of persons, opinionated, Plb.12.26d.5; προαίρεσις Plu.2.799b; hard to remove, Gal.11.215.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. porfiado, terco δυσέριδες ... καὶ φιλόνεικοι καὶ δυσμετάθετοι Plb.12.26d.5, cf. Plu.2.535b.
2 de cosas difícil de trasladar τὰ λελυμένα (δεσμίδια) op. εὐμετάθετα Gal.11.215
difícil de cambiar, inmutable ἡ προαίρεσις Plu.2.799b, ἡ συνήθεια Gr.Nyss.Virg.286.10.
II adv. -ως de modo inamovible o difícilmente alterable δ. σχήσουσιν αὐτῆς Ps.Nonn.Comm.in Or.4.21.

German (Pape)

[Seite 684] schwer umzusetzen, umzuändern, καὶ ἄτρεπτος Plut. reipubl. ger. praec. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à changer.
Étymologie: δυσ-, μετατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

δυσμετάθετος: Polyb., Plut. = δυσμετάβλητος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμετάθετος: -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, δυσέριδες γίνονται καὶ φιλόνικοι καὶ δ. Πολύβ. Ἐκλ. Vat. 401, Πλούτ. 2. 799Β.

Greek Monolingual

δυσμετάθετος, -ον (Α)
1. (για πρόσ.) αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται, ισχυρογνώμων, επίμονος
2. αυτός που δύσκολα μετατίθεται.