δυστόπαστος: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à conjecturer, à deviner, à comprendre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τοπάζω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à conjecturer, à deviner, à comprendre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τοπάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυστόπαστος:''' [[с трудом отгадываемый]], [[едва постижимый]] ([[αἴνιγμα]] Eur.; [[αἰτία]] Plut.): δ. [[εἰδέναι]] Eur. непознаваемый. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυστόπαστος:''' -ον ([[τοπάζω]]), αυτός που είναι δύσκολο να μαντέψει [[κάποιος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''δυστόπαστος:''' -ον ([[τοπάζω]]), αυτός που είναι δύσκολο να μαντέψει [[κάποιος]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:12, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to guess, ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι E.Tr.885; Φοίβου δυστόπαστ' αἰνίγματα Id.Supp.138, cf. Phld.Mort.37; αἰτία Plu.Rom. 21; κοσμοποιός Ph.1.570.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de predecir, difícil de adivinar Φοίβου ... δυστόπαστ' αἰνίγματα E.Supp.138, de un dios ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστον εἰδέναι E.Tr.885, cf. Ph.1.467, 570, ἀόρατος καὶ δ. Ph.2.294, αἰτία Plu.Rom.21, cf. Demetr.38.
German (Pape)
[Seite 689] schwer zu errathen; αἴνιγμα Eur. Suppl. 150; εἰδέναι, schwer zu erkennen, Tr. 885; αἰτία Plut. Rom. 21; Demetr. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à conjecturer, à deviner, à comprendre.
Étymologie: δυσ-, τοπάζω.
Russian (Dvoretsky)
δυστόπαστος: с трудом отгадываемый, едва постижимый (αἴνιγμα Eur.; αἰτία Plut.): δ. εἰδέναι Eur. непознаваемый.
Greek (Liddell-Scott)
δυστόπαστος: -ον, δυσείκαστος, ὅστις ποτ’ εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι Εὐρ. Τρῳ. 885· Φοίβου δυστόπαστ’ αἰνίγματα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 138.
Greek Monolingual
δυστόπαστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον φανταστεί ή να τον μαντέψει, δυσείκαστος.
Greek Monotonic
δυστόπαστος: -ον (τοπάζω), αυτός που είναι δύσκολο να μαντέψει κάποιος, σε Ευρ.
Middle Liddell
δυσ-τόπαστος, ον τοπάζω
hard to guess, Eur.
English (Woodhouse)
dark, obscure, hard to conjecture, hard to divine, hard to guess, hard to understand