εὐρωτιάω: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se moisir <i>ou</i> être moisi, gâté, croupir.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρώς]].
|btext=-ῶ :<br />se moisir <i>ou</i> être moisi, gâté, croupir.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρώς]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρωτιάω:''' [[покрываться плесенью]], [[загнивать]] (οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες νεκροί Luc.): [[βίος]] εὐρωτιῶν Arph. жизнь в грязи.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρωτιάω:''' ([[εὐρώς]]), είμαι ή [[γίνομαι]] [[σάπιος]], [[μουχλιάζω]], φθείρομαι, [[σήπομαι]], [[καταρρέω]], [[βίος]] εὐρωτιῶν, [[ζωή]] βουτηγμένη στη βρωμιά, βουτηγμένη στη [[λάσπη]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''εὐρωτιάω:''' ([[εὐρώς]]), είμαι ή [[γίνομαι]] [[σάπιος]], [[μουχλιάζω]], φθείρομαι, [[σήπομαι]], [[καταρρέω]], [[βίος]] εὐρωτιῶν, [[ζωή]] βουτηγμένη στη βρωμιά, βουτηγμένη στη [[λάσπη]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρωτιάω:''' [[покрываться плесенью]], [[загнивать]] (οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες νεκροί Luc.): [[βίος]] εὐρωτιῶν Arph. жизнь в грязи.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐρωτιάω]], [[εὐρώς]]<br />to be or [[become]] [[mouldy]], [[βίος]] εὐρωτιῶν the [[life]] of the [[unwashed]], Ar.
|mdlsjtxt=[[εὐρωτιάω]], [[εὐρώς]]<br />to be or [[become]] [[mouldy]], [[βίος]] εὐρωτιῶν the [[life]] of the [[unwashed]], Ar.
}}
}}

Revision as of 13:17, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρωτιάω Medium diacritics: εὐρωτιάω Low diacritics: ευρωτιάω Capitals: ΕΥΡΩΤΙΑΩ
Transliteration A: eurōtiáō Transliteration B: eurōtiaō Transliteration C: evrotiao Beta Code: eu)rwtia/w

English (LSJ)

(εὐρώς) to be or become mouldy, decay, Thphr.CP1.6.8, Luc.Nec.15, etc.; βίος εὐρωτιῶν the life of 'the great unwashed', Ar. Nu.44.

German (Pape)

[Seite 1096] schimmelig, moderig sein oder werden, vermodern, Theophr. u. Sp., wie Luc. Necyom. 15, von den Todten, οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες, Iup. Trag. 15 χόνδροι λιβανωτοῦ εὐρωτιῶντες, wie Alciphr. 3, 35. 53. – Übertr., βίος εὐρωτιῶν, neben ἀκόρητος, ein Leben in Schmutz, Ar. Nubb. 45.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se moisir ou être moisi, gâté, croupir.
Étymologie: εὐρώς.

Russian (Dvoretsky)

εὐρωτιάω: покрываться плесенью, загнивать (οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες νεκροί Luc.): βίος εὐρωτιῶν Arph. жизнь в грязи.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρωτιάω: (εὐρὼς) εἶμαι ἢ γίνομαι πλήρης εὐρῶτος, «μουχλιάζω», φθείρομαι, σήπομαι, καταρρέω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Λουκ. Νεκυομ. 15, κτλ.· βίος εὐρωτιῶν, ὁ βίος τοῦ ἀνίπτου καὶ ἀκαθάρτου, βίος «βουτηγμένος εἰς τὴν βρῶμαν», Ἀριστοφ. Νεφ. 44.

Greek Monotonic

εὐρωτιάω: (εὐρώς), είμαι ή γίνομαι σάπιος, μουχλιάζω, φθείρομαι, σήπομαι, καταρρέω, βίος εὐρωτιῶν, ζωή βουτηγμένη στη βρωμιά, βουτηγμένη στη λάσπη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

εὐρωτιάω, εὐρώς
to be or become mouldy, βίος εὐρωτιῶν the life of the unwashed, Ar.