Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔμηλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux belles <i>ou</i> nombreuses brebis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μῆλον]]¹.
|btext=ος, ον :<br />aux belles <i>ou</i> nombreuses brebis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μῆλον]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔμηλος:''' [[изобилующий овцами]] ([[νῆσος]] Hom., HH; [[Ἀρκαδία]] Pind., Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 50: Line 53:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔμηλος:''' Δωρ. -μᾱλος, -ον, [[πλούσιος]] σε πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
|lsmtext='''εὔμηλος:''' Δωρ. -μᾱλος, -ον, [[πλούσιος]] σε πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔμηλος:''' [[изобилующий овцами]] ([[νῆσος]] Hom., HH; [[Ἀρκαδία]] Pind., Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[rich]] in [[sheep]], Od., Pind.
|mdlsjtxt=[[rich]] in [[sheep]], Od., Pind.
}}
}}

Revision as of 13:22, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμηλος Medium diacritics: εὔμηλος Low diacritics: εύμηλος Capitals: ΕΥΜΗΛΟΣ
Transliteration A: eúmēlos Transliteration B: eumēlos Transliteration C: eymilos Beta Code: eu)/mhlos

English (LSJ)

Dor. εὔμᾱλος, ον, rich in sheep, Od.15.406, h.Ap.54, Pi. O.6.100, Simon.103, Theoc.22.157, etc.

German (Pape)

[Seite 1081] mit guten Schaafen, schaafreich, Od. 15, 406 H. Apoll. 54; Ἀρκαδία Pind. Ol. 6, 100; Theocr. 22, 157 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles ou nombreuses brebis.
Étymologie: εὖ, μῆλον¹.

Russian (Dvoretsky)

εὔμηλος: изобилующий овцами (νῆσος Hom., HH; Ἀρκαδία Pind., Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμηλος: Δωρ. εὔμᾱλος, ον, ἔχων πλῆθος προβάτων, Ὀδ. Ο. 406. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 54, Πίνδ. Ο. 6. 169, Θεόκρ. 22. 157.

English (Autenrieth)

abounding in sheep, Od. 15.406†.

English (Slater)

εὔμηλος, -ον rich in flocks εὐμήλοιο Ἀρκαδίας (O. 6.100)

Greek Monolingual

εὔμηλος, -ον, δωρ. τ. εὔμαλος, -ον (Α)
ο πλούσιος σε πρόβατα («εὔβοτος, εὔμηλος, οἰνοπληθής, πολύπυρος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μήλον «πρόβατο»].

I

Όνομα μυθολογικών προσώπων.

1. Γιος του Άδμητου και της Άλκηστης. Πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία επικεφαλής έντεκα θεσσαλικών πλοίων. Φημιζόταν για τα άλογά του, που, σύμφωνα με τον μύθο, τα είχε βοσκήσει ο ίδιος ο Απόλλων, όταν υπηρετούσε στον Άδμητο.

2. Πρώτος βασιλιάς της Πάτρας. Ίδρυσε με τον Τριπτόλεμο την Άνθεια.

3. Ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης.

II

‘Όνομα ιστορικών προσώπων.1. Κορίνθιος ποιητής (μέσα 8ου αι. π.Χ.). Έργα του είναι: Κορινθιακά, Βουφονίαν, Προσόδιον εις Δήλον και Ευρωπίαν.

2. Σκύθης βασιλιάς του Κιμμερίου Βοσπόρου (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Ευεργέτησε τους Έλληνες του Πόντου.

3. Αθηναίος θεσμοθέτης (223 – 122 π.Χ.).

4. Ζωγράφος (τέλη 2ου αι. μ.Χ.).

Greek Monotonic

εὔμηλος: Δωρ. -μᾱλος, -ον, πλούσιος σε πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.

Middle Liddell

rich in sheep, Od., Pind.