ζηλοδοτήρ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui procure des biens enviables (Bacchus).<br />'''Étymologie:''' [[ζῆλος]], [[δοτήρ]].
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui procure des biens enviables (Bacchus).<br />'''Étymologie:''' [[ζῆλος]], [[δοτήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ζηλοδοτήρ:''' ηρος ὁ внушающий рвение, пробуждающий страсти (Διονυσος Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζηλοδοτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που χαρίζει [[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]], [[μακαριότητα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ζηλοδοτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που χαρίζει [[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]], [[μακαριότητα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζηλοδοτήρ:''' ηρος ὁ внушающий рвение, пробуждающий страсти (Διονυσος Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζηλο-[[δοτήρ]], ῆρος,<br />[[giver]] of [[bliss]], Anth.
|mdlsjtxt=ζηλο-[[δοτήρ]], ῆρος,<br />[[giver]] of [[bliss]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλοδοτήρ Medium diacritics: ζηλοδοτήρ Low diacritics: ζηλοδοτήρ Capitals: ΖΗΛΟΔΟΤΗΡ
Transliteration A: zēlodotḗr Transliteration B: zēlodotēr Transliteration C: zilodotir Beta Code: zhlodoth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, giver of bliss, AP 9.524.7.

German (Pape)

[Seite 1138] ῆρος, ὁ, heißt Dionysus, Anth. IX, 524, 7, der Leidenschaft od. edles Streben erweckt.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui procure des biens enviables (Bacchus).
Étymologie: ζῆλος, δοτήρ.

Russian (Dvoretsky)

ζηλοδοτήρ: ηρος ὁ внушающий рвение, пробуждающий страсти (Διονυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, πάροχος εὐδαιμονίας, μακαριότητος, κατ’ ἄλλους, ὁ ἐμβάλλων εὐγενῆ ὁρμήν, Διόνυσος Ἀνθ. Π. 9. 524, 7.

Greek Monolingual

ζηλοδοτήρ, -ῆρος, ό (Α)
αυτός που διεγείρει τον ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + δοτήρ (< δίδωμι.

Greek Monotonic

ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που χαρίζει ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ζηλο-δοτήρ, ῆρος,
giver of bliss, Anth.