θεομισής: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />haï des dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[μισέω]]. | |btext=ής, ές :<br />haï des dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[μισέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεομῑσής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ненавистный богам]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[ненавидящий богов]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεομῑσής:''' -ές ([[μῖσος]]), αυτός τον οποίο αποστρέφονται, απεχθάνονται οι θεοί, σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''θεομῑσής:''' -ές ([[μῖσος]]), αυτός τον οποίο αποστρέφονται, απεχθάνονται οι θεοί, σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, A hated by the gods, opp. θεοφιλής, Pl.Euthphr.7a, R.612e, Them.Or.16.21ca: Sup. -έστατος Pl.Lg.917a, Ph.1.653. Adv. -σῶς Poll.1.22. II Act., hating God, Ar.Av.1548 (ubi v. Sch.), Ph.2.597, Suid. (θεομίσης v.l. in Ar.l.c.).
German (Pape)
[Seite 1196] ές, gottverhaßt, Plat. Rep. X, 612 c, Ggstz θεοφιλής, u. öfter; Ar. Av. 1548 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
haï des dieux.
Étymologie: θεός, μισέω.
Russian (Dvoretsky)
θεομῑσής:
1) ненавистный богам Plat.;
2) ненавидящий богов Arph.
Greek (Liddell-Scott)
θεομῑσής: -ές, μισούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, ἀντίθετον θεοφιλής, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1548, Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α, Πολ. 612Ε· θεομισέστατος ὁ αὐτ. Νόμ 916Ε. - Ἐπίρρ. -σῶς, Πολυδ. Α΄, 22. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322. ΙΙ. θεομίσης, ες, ἐνεργ., μισῶν τὸν θεόν, μισόθεος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
θεομισής, -ές (Α)
1. ο μισητός στους θεούς («ὁ θεοφιλής ἄνθρωπος ὅσιος, τὸ δέ θεομισὲς καὶ ὁ θεομισής ἀνόσιος», Πλάτ.)
2. αυτός που μισεί τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μισής (< μίσος), πρβλ. παντομισής, φανερομισής].
Greek Monotonic
θεομῑσής: -ές (μῖσος), αυτός τον οποίο αποστρέφονται, απεχθάνονται οι θεοί, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
θεο-μῑσής, ές μῖσος
abominated by the gods, Ar., Plat.
English (Woodhouse)
abominable, polluted in the eyes of the gods, hated by the gods