θεόσδοτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[θεόδοτος]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[θεόδοτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεόσδοτος:''' Hes., Pind., Arst., Luc., Plut. = [[θεόδοτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεόσδοτος:''' -ον ([[δίδωμι]]), ποιητ. αντί [[θεόδοτος]], αυτός που παρέχεται από τους θεούς, σε Ησίοδ., Πίνδ. | |lsmtext='''θεόσδοτος:''' -ον ([[δίδωμι]]), ποιητ. αντί [[θεόδοτος]], αυτός που παρέχεται από τους θεούς, σε Ησίοδ., Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θεόσ-δοτος, ον [[δίδωμι]]<br />poet. for [[θεόδοτος]], given by the gods, Hes., Pind. | |mdlsjtxt=θεόσ-δοτος, ον [[δίδωμι]]<br />poet. for [[θεόδοτος]], given by the gods, Hes., Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:28, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, poet. and later Prose for θεόδοτος, given by the gods, Hes.Op.320; δύναμις Pi.P.5.13; εὐδαιμονία Arist.EN1099b12; ἀρετή Max.Tyr.38.4.
German (Pape)
[Seite 1198] p. = θεόδοτος, von Gott gegeben; Hes. O. 322; δύναμις Pind. P. 5, 13; frg. 171; εὐδαιμονία Arist. Eth. Nic. 1, 9, 2; ἀγαθόν Luc. Iov. conf. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. θεόδοτος.
Russian (Dvoretsky)
θεόσδοτος: Hes., Pind., Arst., Luc., Plut. = θεόδοτος.
Greek (Liddell-Scott)
θεόσδοτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ θεόδοτος, δοθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, χρήματα δ’ οὐχ ἁρπακτὰ, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 318, Πίνδ. ΙΙ. 5. 16· καὶ ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2, κλπ.
English (Slater)
θεόσδοτος, -ον (cf. θεόδοτος) given by heaven τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.
Greek Monolingual
θεόσδοτος, -ον (AM)
αυτός που δόθηκε από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ-δοτος (αντί του ορθού θεό-δοτος) < θεός + -δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν-επί-δοτος, έκ-δοτος) κατ' αναλογία προς το διόσ-δοτος].
Greek Monotonic
θεόσδοτος: -ον (δίδωμι), ποιητ. αντί θεόδοτος, αυτός που παρέχεται από τους θεούς, σε Ησίοδ., Πίνδ.
Middle Liddell
θεόσ-δοτος, ον δίδωμι
poet. for θεόδοτος, given by the gods, Hes., Pind.