θημολογέω: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />amonceler.<br />'''Étymologie:''' [[θημών]], [[λέγω]]².
|btext=-ῶ :<br />amonceler.<br />'''Étymologie:''' [[θημών]], [[λέγω]]².
}}
{{elru
|elrutext='''θημολογέω:''' [[собирать в кучу]], [[нагромождать]] (Anth. - [[varia lectio|v.l.]] [[θινολογέω]] и [[θυννολογέω]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θημολογέω:''' ([[θημών]], [[λέγω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συναθροίζω]] σε σωρό ή [[θημωνιά]], [[συσσωρεύω]], συντ. από το <i>θημωνολογέω</i>, σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θημολογέω:''' ([[θημών]], [[λέγω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συναθροίζω]] σε σωρό ή [[θημωνιά]], [[συσσωρεύω]], συντ. από το <i>θημωνολογέω</i>, σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θημολογέω:''' [[собирать в кучу]], [[нагромождать]] (Anth. - [[varia lectio|v.l.]] [[θινολογέω]] и [[θυννολογέω]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θημο-λογέω, fut. -ήσω [[θημών]], [[λέγω]]<br />to [[collect]] in a [[heap]], shortened from θημωνολογέω, Anth.
|mdlsjtxt=θημο-λογέω, fut. -ήσω [[θημών]], [[λέγω]]<br />to [[collect]] in a [[heap]], shortened from θημωνολογέω, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θημολογέω Medium diacritics: θημολογέω Low diacritics: θημολογέω Capitals: ΘΗΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: thēmologéō Transliteration B: thēmologeō Transliteration C: thimologeo Beta Code: qhmologe/w

English (LSJ)

collect in a heap, shortened from θημωνολογέω (metri.gr.), ψαμμίτην δόρπον AP9.551 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 1208] Antiphil. 45 (IX, 551) ἐθημολόγει ψαμμίτην δόρπον, auf einen Haufen sammeln, wo Lobeck ἐθινολόγει, Andere ἐθυννολόγει lesen wollen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
amonceler.
Étymologie: θημών, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

θημολογέω: собирать в кучу, нагромождать (Anth. - v.l. θινολογέω и θυννολογέω).

Greek (Liddell-Scott)

θημολογέω: συναθροίζω εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω (χάριν τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.

Greek Monotonic

θημολογέω: (θημών, λέγω), μέλ. -ήσω, συναθροίζω σε σωρό ή θημωνιά, συσσωρεύω, συντ. από το θημωνολογέω, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θημο-λογέω, fut. -ήσω θημών, λέγω
to collect in a heap, shortened from θημωνολογέω, Anth.