θεσπίζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> θεσπιῶ;<br />rendre un oracle, faire une prédiction.<br />'''Étymologie:''' [[θέσπις]].
|btext=<i>f.</i> θεσπιῶ;<br />rendre un oracle, faire une prédiction.<br />'''Étymologie:''' [[θέσπις]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεσπίζω:''' (ион. inf. fut. θεσπιέειν; дор. aor. ἐθέσπιξα) предсказывать, прорицать, пророчествовать (τὰ λοιπὰ τῶν χρηστηρίων Her.; πολίταις πάντα [[πάθη]] Aesch.; χρησμώς - дор. acc. pl. Theocr.): θ. [[ψευδῆ]] Soph. делать ложные предсказания; τί δὲ τεθέσπισται; Soph. что предсказано?
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεσπίζω:''' μέλ. Αττ. -ῐῶ, Ιων. απαρ. <i>θεσπιέειν</i>, σε Ηρόδ.· Δωρ. αόρ. αʹ <i>ἐθέσπιξα</i>, ([[θέσπις]])· [[δηλώνω]] με χρησμό ή [[προφητεία]], [[προλέγω]], [[χρησμοδοτώ]], σε Ηρόδ., Τραγ.· Παθ., <i>τί δὲ τεθέσπισται;</i> σε Σοφ.
|lsmtext='''θεσπίζω:''' μέλ. Αττ. -ῐῶ, Ιων. απαρ. <i>θεσπιέειν</i>, σε Ηρόδ.· Δωρ. αόρ. αʹ <i>ἐθέσπιξα</i>, ([[θέσπις]])· [[δηλώνω]] με χρησμό ή [[προφητεία]], [[προλέγω]], [[χρησμοδοτώ]], σε Ηρόδ., Τραγ.· Παθ., <i>τί δὲ τεθέσπισται;</i> σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεσπίζω:''' (ион. inf. fut. θεσπιέειν; дор. aor. ἐθέσπιξα) предсказывать, прорицать, пророчествовать (τὰ λοιπὰ τῶν χρηστηρίων Her.; πολίταις πάντα [[πάθη]] Aesch.; χρησμώς - дор. acc. pl. Theocr.): θ. [[ψευδῆ]] Soph. делать ложные предсказания; τί δὲ τεθέσπισται; Soph. что предсказано?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θεσπίζω]], [ionic inf. θεσπιέειν Hdt.; doric aor1 ἐθέσπιξα] [[θέσπις]]<br />to [[declare]] by [[oracle]], [[prophesy]], [[divine]], Hdt., Trag.; Pass., τί δὲ τεθέσπισται; Soph.
|mdlsjtxt=[[θεσπίζω]], [ionic inf. θεσπιέειν Hdt.; doric aor1 ἐθέσπιξα] [[θέσπις]]<br />to [[declare]] by [[oracle]], [[prophesy]], [[divine]], Hdt., Trag.; Pass., τί δὲ τεθέσπισται; Soph.
}}
}}

Revision as of 13:34, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσπίζω Medium diacritics: θεσπίζω Low diacritics: θεσπίζω Capitals: ΘΕΣΠΙΖΩ
Transliteration A: thespízō Transliteration B: thespizō Transliteration C: thespizo Beta Code: qespi/zw

English (LSJ)

fut. θεσπίσω, Att. θεσπῐῶ, Ion. inf. θεσπιέειν v.l. in Hdt.8.135; Dor. aor.
A ἐθέσπιξα Theoc.15.63: (θέσπις):—prophesy, foretell, τι Hdt. 1.47, al.; τινί τι A.Ag.1210, E.Andr.1161:—Pass., τί δὲ τεθέσπισται; S.OC388, cf. Parth.35.2.
II Pass., c. acc., [χρησμοί,] οὓς ἐθεσπίσθη Μωυσῆς Ph.2.38.
III of the Emperors,= Lat. sancire, decree, Jul.Ep.75b, Wilcken Chr.6.8 (v A.D.), OGI521.9 (Abydus), Cod.Just.1.12.3 Intr.

German (Pape)

[Seite 1204] att. fut. θεσπιῶ, inf. θεσπιέειν, Her. 8, 135, weissagen, ein Orakel, auch einen Befehl geben; ἤδη πολίταις πάντ' ἐθέσπιζον πάθη Aesch. Ag. 1183; Soph. Ant. 1041 u. oft; auch pass., τί δὲ τεθέσπισται; O. C. 389; Eur. Andr. 1162; sp. D., wie Theocr. 15, 63. Auch in Prosa, von der Pythia, Her. 1, 48, vom Apollo, 8, 135; Sp., wie Ath. XV, 672 e; Hdn. 4, 12, 7 von den Kaisern.

French (Bailly abrégé)

f. θεσπιῶ;
rendre un oracle, faire une prédiction.
Étymologie: θέσπις.

Russian (Dvoretsky)

θεσπίζω: (ион. inf. fut. θεσπιέειν; дор. aor. ἐθέσπιξα) предсказывать, прорицать, пророчествовать (τὰ λοιπὰ τῶν χρηστηρίων Her.; πολίταις πάντα πάθη Aesch.; χρησμώς - дор. acc. pl. Theocr.): θ. ψευδῆ Soph. делать ложные предсказания; τί δὲ τεθέσπισται; Soph. что предсказано?

Greek (Liddell-Scott)

θεσπίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ῐῶ, Ἰων. ἀπαρέμ. θεσπιέειν Ἡρόδ. 8. 135· Δωρ. ἀόρ. ἐθέσπιξα Θεόκρ. 15. 63· (θέσπις). Χρησμῳδῶ, χρησμοδοτῶ, προφητεύω, προλέγω, μαντεύομαι, τι Ἡρόδ. 1. 47, κ. ἀλλ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· τινί τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1210, Εὐρ. Ἀνδρ. 1161· καὶ ἐν τῷ Παθ. τί δὲ τεθέσπισται; Σοφ. Ο. Κ. 388. ΙΙ. μετ’ αἰτ., μαντοσύνην, τὴν θέσπισε Φοῖβος, ἐνέπνευσεν εἰς αὐτούς, Συλλ. Ἐπιγρ. 4379ο. 2) μεταγεν., ἐπὶ τῶν αὐτοκρατόρων, ἐπιτάσσω, διατάσσω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰουλιανοῦ· ἐπὶ ἀρχόντων ἢ δικαστῶν, Ἐκκλ.

Spanish

vaticinar, profetizar

Greek Monolingual

(ΑΜ θεσπίζω) θέσπις
θεσμοθετώ, επιβάλλω κανόνες δικαίου ή συμπεριφοράς
(νεοελλ.-μσν)
1. διατάσσω, επιβάλλω
2. αποφασίζω, ορίζω
3. διορίζω
4. δηλώνω
(μσν-αρχ.)
1. προλέγω προφητεύω
2. εκδίδω διάταγμα, πρόσταγμα
3. καθιερώνω
4. νουθετώ, συμβουλεύω
5. διακηρύσσω.

Greek Monotonic

θεσπίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, Ιων. απαρ. θεσπιέειν, σε Ηρόδ.· Δωρ. αόρ. αʹ ἐθέσπιξα, (θέσπιςδηλώνω με χρησμό ή προφητεία, προλέγω, χρησμοδοτώ, σε Ηρόδ., Τραγ.· Παθ., τί δὲ τεθέσπισται; σε Σοφ.

Middle Liddell

θεσπίζω, [ionic inf. θεσπιέειν Hdt.; doric aor1 ἐθέσπιξα] θέσπις
to declare by oracle, prophesy, divine, Hdt., Trag.; Pass., τί δὲ τεθέσπισται; Soph.