κατασκευαστικός: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à confirmer, à affirmer, à décider.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκευάζω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à confirmer, à affirmer, à décider.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκευάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκευαστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[способный производить]], [[могущий создавать]] (τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[утверждающий]], [[полагающий]], [[устанавливающий]] (ἐνθυμήματα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασκευαστικός]], -ή, -όν) [[κατασκευαστής]]<br /><b>(λογ.)</b> (για συλλογισμό ή [[επιχείρημα]]) ο [[αποδεικτικός]], ο [[βεβαιωτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατασκευή]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να κατασκευάζει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στο να προνοεί, ο [[προνοητικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να κατορθώνει [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασκευαστικά</i> (AM κατασκευαστικώς)<br />με κατασκευαστικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασκευαστικός]], -ή, -όν) [[κατασκευαστής]]<br /><b>(λογ.)</b> (για συλλογισμό ή [[επιχείρημα]]) ο [[αποδεικτικός]], ο [[βεβαιωτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατασκευή]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να κατασκευάζει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στο να προνοεί, ο [[προνοητικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να κατορθώνει [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασκευαστικά</i> (AM κατασκευαστικώς)<br />με κατασκευαστικό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκευαστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[способный производить]], [[могущий создавать]] (τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[утверждающий]], [[полагающий]], [[устанавливающий]] (ἐνθυμήματα Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευαστικός Medium diacritics: κατασκευαστικός Low diacritics: κατασκευαστικός Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kataskeuastikós Transliteration B: kataskeuastikos Transliteration C: kataskevastikos Beta Code: kataskeuastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fitted for providing, τινος Arist.VV1250b29; fitted for bringing about, τοῦ μὴ πλανᾶν Phld.Rh.1.347 S. 2 in Logic, constructive, positive, opp. destructive (λυτικός, ἀνασκευαστικός), Arist.Rh.1403a25, Theon Prog.12, etc.: c.gen., λόγος κ. ζητήματος Corn.Rh.p.377 H., cf. Nicol. Prog.p.29 F. Adv. -κῶς, opp. ἀνασκευαστικῶς, Arist.APr.52a31. 3 (κατασκευή VIII) systematic, γυμνάσια Gal.6.177.

German (Pape)

[Seite 1378] ή, όν, zum Einrichten, Anordnen gehörig, geschickt; ἐνθυμήματα Arist. rhet. 2, 26; τινός Ath. I, 11 f; a. Sp., auch adv.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à confirmer, à affirmer, à décider.
Étymologie: κατασκευάζω.

Russian (Dvoretsky)

κατασκευαστικός:
1) способный производить, могущий создавать (τινος Arst.);
2) утверждающий, полагающий, устанавливающий (ἐνθυμήματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς ὅπως κατασκευάσῃ, τινος π. Ἀρετ. 5. 5· «ἤθους ταῦτα κ.» Σχολ. εἰς Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. Κ. 10. 2) ἐν τῇ λογ., κατασκευάζων ἱδρύων τι ἢ βεβαιώνων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀναιρετικός (λυτικός), ἐνθυμήματα κ., ἀντίθ. τῷ ἀνασκευαστικὰ (Ἑρμογ.), Ἀριστ. Ρητ. 2. 26, 3· οὕτως, ἐπίρ., -κῶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 46, 12· ἀντίθετον τῷ ἀνασκευαστικῶς, αὐτόθι, 13· πρβλ. κατασκευάζω 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κατασκευαστικός, -ή, -όν) κατασκευαστής
(λογ.) (για συλλογισμό ή επιχείρημα) ο αποδεικτικός, ο βεβαιωτικός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή
2. ο ικανός να κατασκευάζει κάτι
αρχ.
1. ο ικανός στο να προνοεί, ο προνοητικός
2. ο ικανός στο να κατορθώνει κάτι.
επίρρ...
κατασκευαστικά (AM κατασκευαστικώς)
με κατασκευαστικό τρόπο.