καταρρακτός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(2b)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui s'abaisse : καταρρακτὴ [[θύρα]] PLUT porte qui s'abaisse, trappe <i>ou</i> guichet.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[καταράσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρακτός:''' [[опускной]] или [[подъемный]] ([[θύρα]] Plut.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρρακτός''': ή, όν,= τῷ προηγ., κ. [[θύρα]], [[καταρράκτης]], κλαβανή, (porta cataracta παρὰ τῷ Λιβίῳ), [[ὑπερῷον]] θύρᾳ καταρρακτῇ κλειόμενον Πλουτ. Ἄρατ. 26· ἡ καὶ ἐπιρρακτὴ [[θύρα]] λεγομένη καὶ καταπακτή, ἰδ. ἐν. λ. [[καταπακτός]].
|lstext='''καταρρακτός''': ή, όν,= τῷ προηγ., κ. [[θύρα]], [[καταρράκτης]], κλαβανή, (porta cataracta παρὰ τῷ Λιβίῳ), [[ὑπερῷον]] θύρᾳ καταρρακτῇ κλειόμενον Πλουτ. Ἄρατ. 26· ἡ καὶ ἐπιρρακτὴ [[θύρα]] λεγομένη καὶ καταπακτή, ἰδ. ἐν. λ. [[καταπακτός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui s’abaisse : καταρρακτὴ [[θύρα]] PLUT porte qui s’abaisse, trappe <i>ou</i> guichet.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[καταράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και καταρ(ρ)αχτός, -ή, -ό (Α [[καταρρακτός]] -ή, -όν) [[καταρράσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει από [[πάνω]] και με [[ορμή]] («[[καταρρακτή]] [[θύρα]]» — η [[καταπακτή]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η καταρράκτη</i><br />σιδερένια πόρτα φρουρίου [[πίσω]] από τάφρο με [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[καταρρακτή]] και [[καταρραχτή]]<br />[[θύρα]] που κλείνει οχετό, [[υδροφράκτης]].
|mltxt=και καταρ(ρ)αχτός, -ή, -ό (Α [[καταρρακτός]] -ή, -όν) [[καταρράσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει από [[πάνω]] και με [[ορμή]] («[[καταρρακτή]] [[θύρα]]» — η [[καταπακτή]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η καταρράκτη</i><br />σιδερένια πόρτα φρουρίου [[πίσω]] από τάφρο με [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[καταρρακτή]] και [[καταρραχτή]]<br />[[θύρα]] που κλείνει οχετό, [[υδροφράκτης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταρρακτός:''' -ή, -όν, = το προηγ., κ. [[θύρα]], [[καταπακτή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταρρακτός:''' -ή, -όν, = το προηγ., κ. [[θύρα]], [[καταπακτή]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''καταρρακτός:''' опускной или подъемный ([[θύρα]] Plut.).
|mdlsjtxt=[[καταρρακτός]], ή, όν = [[καταρράκτης]],]<br />κ. [[θύρα]], a [[trap]]-[[door]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui s'abaisse : καταρρακτὴ θύρα PLUT porte qui s'abaisse, trappe ou guichet.
Étymologie: adj. verb. de καταράσσω.

Russian (Dvoretsky)

καταρρακτός: опускной или подъемный (θύρα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρρακτός: ή, όν,= τῷ προηγ., κ. θύρα, καταρράκτης, κλαβανή, (porta cataracta παρὰ τῷ Λιβίῳ), ὑπερῷον θύρᾳ καταρρακτῇ κλειόμενον Πλουτ. Ἄρατ. 26· ἡ καὶ ἐπιρρακτὴ θύρα λεγομένη καὶ καταπακτή, ἰδ. ἐν. λ. καταπακτός.

Greek Monolingual

και καταρ(ρ)αχτός, -ή, -ό (Α καταρρακτός -ή, -όν) καταρράσσω
1. αυτός που πέφτει από πάνω και με ορμήκαταρρακτή θύρα» — η καταπακτή, Πλούτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η καταρράκτη
σιδερένια πόρτα φρουρίου πίσω από τάφρο με νερό
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η καταρρακτή και καταρραχτή
θύρα που κλείνει οχετό, υδροφράκτης.

Greek Monotonic

καταρρακτός: -ή, -όν, = το προηγ., κ. θύρα, καταπακτή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

καταρρακτός, ή, όν = καταρράκτης,]
κ. θύρα, a trap-door, Plut.