κρεμάστρα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />cordage d'une ancre.<br />'''Étymologie:''' [[κρεμάννυμι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />cordage d'une ancre.<br />'''Étymologie:''' [[κρεμάννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κρεμάστρα:''' ἡ [[якорный канат]] (Arst. - [[varia lectio|v.l.]] [[κρεμάθρα]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κρεμάστρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έπιπλο]] ή [[σκεύος]] που χρησιμεύει για [[κρέμασμα]] τών ρούχων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρεμάλα]]<br /><b>2.</b> [[προεξοχή]] στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρεμάθρα]]<br /><b>2.</b> ο [[μίσχος]] απ' όπου κρέμεται το [[άνθος]] («τὰ δὲ [[ἄνθη]] πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θ. <i>κρεμασ</i>- ([[πρβλ]]. <i>κρεμάσ</i>-<i>αι</i>, απρμφ. αορ. του [[κρεμάννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[θερμάστρα]], [[ξύστρα]]].
|mltxt=η (AM [[κρεμάστρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έπιπλο]] ή [[σκεύος]] που χρησιμεύει για [[κρέμασμα]] τών ρούχων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρεμάλα]]<br /><b>2.</b> [[προεξοχή]] στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρεμάθρα]]<br /><b>2.</b> ο [[μίσχος]] απ' όπου κρέμεται το [[άνθος]] («τὰ δὲ [[ἄνθη]] πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θ. <i>κρεμασ</i>- ([[πρβλ]]. <i>κρεμάσ</i>-<i>αι</i>, απρμφ. αορ. του [[κρεμάννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[θερμάστρα]], [[ξύστρα]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κρεμάστρα:''' ἡ [[якорный канат]] (Arst. - [[varia lectio|v.l.]] [[κρεμάθρα]]).
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεμάστρα Medium diacritics: κρεμάστρα Low diacritics: κρεμάστρα Capitals: ΚΡΕΜΑΣΤΡΑ
Transliteration A: kremástra Transliteration B: kremastra Transliteration C: kremastra Beta Code: krema/stra

English (LSJ)

ἡ, Hellen. for κρεμάθρα (Moer. p.242 P.), Eust.1625.17, v.l. in Arist.Rh.1412a14. 2 stalk by which a flower hangs, Thphr.HP3.16.4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cordage d'une ancre.
Étymologie: κρεμάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κρεμάστρα:якорный канат (Arst. - v.l. κρεμάθρα).

Greek (Liddell-Scott)

κρεμάστρα: ἡ, = τῷ Ἀττικῷ κρεμάθρα, («κρεμάθρα, Ἀττικῶς. κρεμάστρα Ἑλληνικῶς» Μοῖρις σελ. 242), Εὐστ. 1625. 17, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 5. 2) ὁ μίσχος δι’ οὗ τὸ ἄνθος κρέμαται, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4.

Greek Monolingual

η (AM κρεμάστρα)
νεοελλ.
έπιπλο ή σκεύος που χρησιμεύει για κρέμασμα τών ρούχων
μσν.
1. κρεμάλα
2. προεξοχή στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού
αρχ.
1. κρεμάθρα
2. ο μίσχος απ' όπου κρέμεται το άνθος («τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θ. κρεμασ- (πρβλ. κρεμάσ-αι, απρμφ. αορ. του κρεμάννυμι) + επίθημα -τρα (πρβλ. θερμάστρα, ξύστρα].