λίπασμα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />substance grasse.<br />'''Étymologie:''' [[λίπα]].
|btext=ατος (τό) :<br />substance grasse.<br />'''Étymologie:''' [[λίπα]].
}}
{{elru
|elrutext='''λίπασμα:''' ατος (ῐ) τό жировое вещество, жир Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[λίπασμα]]) [[λιπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[ουσία]] που προστίθεται στο [[έδαφος]] για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην [[ανάπτυξη]] και [[παραγωγικότητα]] τών [[φυτών]] (α. «[[φυσικά]] λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διαφυλλικό [[λίπασμα]]» — [[λίπασμα]] που διασκορπίζεται στο [[φύλλωμα]] τών καλλιεργούμενων [[φυτών]] από το οποίο και απορροφάται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παχύτητα]], [[πάχος]]<br /><b>2.</b> [[ουσία]] που παχαίνει («πορεύεσθε, φάγετε λιπάσματα, καὶ πίετε γλυκάσματα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[αλοιφή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λιπάσματα ὀφθαλμῶν» — τα δάκρυα.
|mltxt=το (Α [[λίπασμα]]) [[λιπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[ουσία]] που προστίθεται στο [[έδαφος]] για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην [[ανάπτυξη]] και [[παραγωγικότητα]] τών [[φυτών]] (α. «[[φυσικά]] λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διαφυλλικό [[λίπασμα]]» — [[λίπασμα]] που διασκορπίζεται στο [[φύλλωμα]] τών καλλιεργούμενων [[φυτών]] από το οποίο και απορροφάται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παχύτητα]], [[πάχος]]<br /><b>2.</b> [[ουσία]] που παχαίνει («πορεύεσθε, φάγετε λιπάσματα, καὶ πίετε γλυκάσματα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[αλοιφή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λιπάσματα ὀφθαλμῶν» — τα δάκρυα.
}}
{{elru
|elrutext='''λίπασμα:''' ατος (ῐ) τό жировое вещество, жир Plut.
}}
}}

Revision as of 13:49, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίπασμα Medium diacritics: λίπασμα Low diacritics: λίπασμα Capitals: ΛΙΠΑΣΜΑ
Transliteration A: lípasma Transliteration B: lipasma Transliteration C: lipasma Beta Code: li/pasma

English (LSJ)

[ῐ], ατος, τό, A a greasy form of ulceration, Hp.Alim.16, Heliod. ap. Orib.46.22.14, Gal.15.316. 2 a fattening substance, Plu.2.771b, LXXNe.8.10 (pl.). 3 salve, Man.4.345. 4 λίπασμα ὀφθαλμῶν a glistening, i.e. a tear, Epicur. ap. Cleom.2.1 (p.89 U.).

German (Pape)

[Seite 51] τό, das Fettmachende, Fett, Hippocr. u.;p., Salbe, Maneth. 4, 345; ὀφθαλμῶν λ. nannte Epikur die Thräne.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
substance grasse.
Étymologie: λίπα.

Russian (Dvoretsky)

λίπασμα: ατος (ῐ) τό жировое вещество, жир Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λίπασμα: [ῐ], τό, παχύτης, Ἱππ. 381. 22. 2) οὐσία παχύνουσα, Πλούτ. 2. 771Β, πρβλ. Ἑβδ. (Νεεμ. Η΄, 10). 3) ἀλοιφή, Μανέθων 4. 345. 4) λ. ὀφθαλμῶν, δάκρυα, Ἐπίκουρ. παρὰ Κλεομήδ. 2, 1, σ. 112 Bäke.

Greek Monolingual

το (Α λίπασμα) λιπαίνω
νεοελλ.
1. φυσική ή τεχνητή ουσία που προστίθεται στο έδαφος για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην ανάπτυξη και παραγωγικότητα τών φυτών (α. «φυσικά λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα»)
2. φρ. «διαφυλλικό λίπασμα» — λίπασμα που διασκορπίζεται στο φύλλωμα τών καλλιεργούμενων φυτών από το οποίο και απορροφάται
αρχ.
1. παχύτητα, πάχος
2. ουσία που παχαίνει («πορεύεσθε, φάγετε λιπάσματα, καὶ πίετε γλυκάσματα», ΠΔ)
3. αλοιφή
4. φρ. «λιπάσματα ὀφθαλμῶν» — τα δάκρυα.