λαγοδαίτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui mange des lièvres.<br />'''Étymologie:''' [[λαγώς]], δαίνυμαι.
|btext=ου (ὁ) :<br />qui mange des lièvres.<br />'''Étymologie:''' [[λαγώς]], δαίνυμαι.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰγοδαίτης:''' дор. λᾰγοδαίτᾱς, ου ὁ (об орле) пожирающий зайцев Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰγοδαίτης:''' -ου, ὁ ([[δαίω]]), αυτός που κατατρώει λαγούς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λᾰγοδαίτης:''' -ου, ὁ ([[δαίω]]), αυτός που κατατρώει λαγούς, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰγοδαίτης:''' дор. λᾰγοδαίτᾱς, ου ὁ (об орле) пожирающий зайцев Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λᾰγο-[[δαίτης]], ου, ὁ, [[δαίω]]<br />[[hare]]-devourer, Aesch.
|mdlsjtxt=λᾰγο-[[δαίτης]], ου, ὁ, [[δαίω]]<br />[[hare]]-devourer, Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγοδαίτης Medium diacritics: λαγοδαίτης Low diacritics: λαγοδαίτης Capitals: ΛΑΓΟΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: lagodaítēs Transliteration B: lagodaitēs Transliteration C: lagodaitis Beta Code: lagodai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (δαίω B) hare-devourer, A. Ag.123 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 3] Hafen fressend, vom Adler, Aesch. Ag. 122.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mange des lièvres.
Étymologie: λαγώς, δαίνυμαι.

Russian (Dvoretsky)

λᾰγοδαίτης: дор. λᾰγοδαίτᾱς, ου ὁ (об орле) пожирающий зайцев Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω) ὁ κατατρώγων τοὺς λαγωούς, ἐπὶ ἀετοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 123 (Λυρ.).

Greek Monolingual

λαγοδαίτης, ὁ (Α)
(για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ κρεο-δαίτης, χρηματο-δαίτης].

Greek Monotonic

λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ (δαίω), αυτός που κατατρώει λαγούς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λᾰγο-δαίτης, ου, ὁ, δαίω
hare-devourer, Aesch.