λεχαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />couché dans le nid.<br />'''Étymologie:''' [[λέχος]].
|btext=α, ον :<br />couché dans le nid.<br />'''Étymologie:''' [[λέχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεχαῖος:''' [[находящийся в гнезде]] (τέκνα Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεχαῖος:''' -α, -ον ([[λέχος]]), αυτός που βρίσκεται στο [[κρεβάτι]], <i>[[τέκνα]] λεχαῖα</i>, νεοσσοί, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λεχαῖος:''' -α, -ον ([[λέχος]]), αυτός που βρίσκεται στο [[κρεβάτι]], <i>[[τέκνα]] λεχαῖα</i>, νεοσσοί, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεχαῖος:''' [[находящийся в гнезде]] (τέκνα Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λεχαῖος]], η, ον [[λέχος]]<br />in bed, τέκνα λεχαῖα nestlings, Aesch.
|mdlsjtxt=[[λεχαῖος]], η, ον [[λέχος]]<br />in bed, τέκνα λεχαῖα nestlings, Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:52, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεχαῖος Medium diacritics: λεχαῖος Low diacritics: λεχαίος Capitals: ΛΕΧΑΙΟΣ
Transliteration A: lechaîos Transliteration B: lechaios Transliteration C: lechaios Beta Code: lexai=os

English (LSJ)

α, ον, A (λέχος 1) of or for a couch, φυλλάς A.R.1.1182, cf. Theognost.Can.9. II (λέχος 4) in the nest, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων for her nestlings, A.Th.292 (Lachm., for λεχέων).

German (Pape)

[Seite 36] im Bette, im Lager, τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων πελειάς Aesch. Spt. 274, die Jungen im Neste; auch φυλλάς, zum Lager, Ap. Rh. 1, 1182.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
couché dans le nid.
Étymologie: λέχος.

Russian (Dvoretsky)

λεχαῖος: находящийся в гнезде (τέκνα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λεχαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην ἢ ἀνάκλιντρον, φυλλὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1182, πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 30. ΙΙ. ὁ ἐντὸς ἢ ἐπὶ τῆς κλίνης, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων, τῶν ἐν τῇ καλιᾷ Αἰσχύλ. Θήβ. 292, κατὰ τὸν Lachm. (ἀντὶ λεχέων), ὅπως συμφωνήσῃ πρὸς τε τὸ μέτρον καὶ τὴν ἔννοιαν.

Greek Monolingual

λεχαῖος, -αία, -ον (Α) λέχος
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κλίνη
2. αυτός που βρίσκεται πάνω ή μέσα σε φωλιά («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λεχαῖος: -α, -ον (λέχος), αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, τέκνα λεχαῖα, νεοσσοί, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λεχαῖος, η, ον λέχος
in bed, τέκνα λεχαῖα nestlings, Aesch.