λιμνοφυής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui croît dans les marais.<br />'''Étymologie:''' [[λίμνη]], [[φύω]].
|btext=ής, ές :<br />qui croît dans les marais.<br />'''Étymologie:''' [[λίμνη]], [[φύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λιμνοφῠής:''' [[растущий в стоячих водах]], [[болотный]] ([[δόναξ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λιμνοφῠής:''' -ές ([[φύομαι]]), αυτός που φυτρώνει στις λίμνες ή στα έλη, σε Ανθ.
|lsmtext='''λιμνοφῠής:''' -ές ([[φύομαι]]), αυτός που φυτρώνει στις λίμνες ή στα έλη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λιμνοφῠής:''' [[растущий в стоячих водах]], [[болотный]] ([[δόναξ]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λιμνο-φυής, ές [φύομαι]<br />[[marsh]]-[[born]], Anth.
|mdlsjtxt=λιμνο-φυής, ές [φύομαι]<br />[[marsh]]-[[born]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνοφῠής Medium diacritics: λιμνοφυής Low diacritics: λιμνοφυής Capitals: ΛΙΜΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: limnophyḗs Transliteration B: limnophyēs Transliteration C: limnofyis Beta Code: limnofuh/s

English (LSJ)

ές, marsh-born, δόναξ AP6.23.

German (Pape)

[Seite 48] δόναξ, im Sumpf gewachsen, Ep. ad. 128 (VI, 23).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui croît dans les marais.
Étymologie: λίμνη, φύω.

Russian (Dvoretsky)

λιμνοφῠής: растущий в стоячих водах, болотный (δόναξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λιμνοφῠής: -ές, ὁ φυόμενος ἐν λίμναις ἢ ἕλεσι, λιμν. δόναξ Ἀνθ. Π. 6. 23.

Greek Monolingual

-ές (Α λιμνοφυής, -ές)
αυτός που φυτρώνει μέσα σε λίμνη ή σε όχθη λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -φυής (< φυή ἡ ή φύος τὸ < φύομαι), πρβλ. ιδιοφυής, τριχοφυής].

Greek Monotonic

λιμνοφῠής: -ές (φύομαι), αυτός που φυτρώνει στις λίμνες ή στα έλη, σε Ανθ.

Middle Liddell

λιμνο-φυής, ές [φύομαι]
marsh-born, Anth.