λουτροδάϊκτος: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tué dans le bain.<br />'''Étymologie:''' [[λουτρόν]], [[δαΐζω]].
|btext=ος, ον :<br />tué dans le bain.<br />'''Étymologie:''' [[λουτρόν]], [[δαΐζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λουτροδάϊκτος:''' [[умерщвленный в бане]] (Ἀχαιῶν [[πολέμαρχος]] [[ἀνήρ]], sc. [[Ἀγαμέμνων]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λουτροδάϊκτος:''' -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύτηκε στο [[λουτρό]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λουτροδάϊκτος:''' -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύτηκε στο [[λουτρό]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λουτροδάϊκτος:''' [[умерщвленный в бане]] (Ἀχαιῶν [[πολέμαρχος]] [[ἀνήρ]], sc. [[Ἀγαμέμνων]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λουτροδάϊκτος Medium diacritics: λουτροδάϊκτος Low diacritics: λουτροδάϊκτος Capitals: ΛΟΥΤΡΟΔΑΪΚΤΟΣ
Transliteration A: loutrodáïktos Transliteration B: loutrodaiktos Transliteration C: loutrodaiktos Beta Code: loutroda/i+ktos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, slain in the bath, A.Ch.1071 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tué dans le bain.
Étymologie: λουτρόν, δαΐζω.

Russian (Dvoretsky)

λουτροδάϊκτος: умерщвленный в бане (Ἀχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ, sc. Ἀγαμέμνων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λουτροδάϊκτος: -ον, ὁ φονευθεὶς ἐν τῷ λουτρῷ, Αἰσχύλ. Χο. 1071.

Greek Monolingual

λουτροδάϊκτος, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε στο λουτρόλουτροδάϊκτος δ' ὤλετ' 'Αχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + -δάϊκτος (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ανδροδάικτος, πυργοδάικτος].

Greek Monotonic

λουτροδάϊκτος: -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύτηκε στο λουτρό, σε Αισχύλ.