λεύκινος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] von der Weißpappel, [[στέφανος]] Arist. Oec. 2, 42 f. Vgl. [[λεύκη]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] von der Weißpappel, [[στέφανος]] Arist. Oec. 2, 42 f. Vgl. [[λεύκη]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεύκῐνος:''' [[λεύκη]] 1] из белого тополя, тополевый (στέφανοι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / Α [[λεύκινος]], -ίνη, -ον [[λεύκη]]<br />φτειαγμένος από [[λεύκα]], [[ιδίως]] από το [[ξύλο]] της<br /><b>αρχ.</b><br />(για στρατιώτη) στολισμένος με [[στεφάνι]] από [[λεύκα]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λεύκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λευκαία]]<br />κατασκευασμένος από το [[φυτό]] [[λευκαία]], από [[σχοινί]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / Α [[λεύκινος]], -ίνη, -ον [[λεύκη]]<br />φτειαγμένος από [[λεύκα]], [[ιδίως]] από το [[ξύλο]] της<br /><b>αρχ.</b><br />(για στρατιώτη) στολισμένος με [[στεφάνι]] από [[λεύκα]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λεύκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λευκαία]]<br />κατασκευασμένος από το [[φυτό]] [[λευκαία]], από [[σχοινί]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεύκῐνος:''' [[λεύκη]] 1] из белого тополя, тополевый (στέφανοι Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:57, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεύκῐνος Medium diacritics: λεύκινος Low diacritics: λεύκινος Capitals: ΛΕΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: leúkinos Transliteration B: leukinos Transliteration C: leykinos Beta Code: leu/kinos

English (LSJ)

η, ον, A (λεύκη 11) of white poplar, στέφανοι Arist.Oec.1353b27; μύρον Gal.13.631. 2 of soldiers, decorated with chaplets of white poplar, OGI266.14 (Pergam., iii B.C.). II (λευκαία 1) of hemp, σχοινία Hsch.s.v. μασχάλην.

German (Pape)

[Seite 33] von der Weißpappel, στέφανος Arist. Oec. 2, 42 f. Vgl. λεύκη.

Russian (Dvoretsky)

λεύκῐνος: λεύκη 1] из белого тополя, тополевый (στέφανοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λεύκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ λεύκης, στέφανοι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 42. ΙΙ. καννάβινος (ἴδε λευκαία Ι), Ἡσύχ. ἐν λεξ. μασχάλην.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο / Α λεύκινος, -ίνη, -ον λεύκη
φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της
αρχ.
(για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα.
(II)
λεύκινος, -ίνη, -ον (Α) λευκαία
κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία, από σχοινί.