λιμενίτης: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου ; <i>voc.</i> ῖτα;<br /><i>adj. m.</i><br />de port, qui réside dans un port, qui veille sur un port.<br />'''Étymologie:''' [[λιμήν]].
|btext=ου ; <i>voc.</i> ῖτα;<br /><i>adj. m.</i><br />de port, qui réside dans un port, qui veille sur un port.<br />'''Étymologie:''' [[λιμήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐμενίτης:''' дор. λῐμενίτᾱς, ου (νῑ) ὁ хранитель порта (эпитет Приапа) Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐμενίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, κλητ. <i>λιμενῖτα</i>, [[θεός]] του λιμανιού (λέγεται για τον Πρίαμο), σε Ανθ.· θηλ. [[λιμενῖτις]], <i>-ιδος</i> (λέγεται για την Άρτεμη), στον ίδ.
|lsmtext='''λῐμενίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, κλητ. <i>λιμενῖτα</i>, [[θεός]] του λιμανιού (λέγεται για τον Πρίαμο), σε Ανθ.· θηλ. [[λιμενῖτις]], <i>-ιδος</i> (λέγεται για την Άρτεμη), στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐμενίτης:''' дор. λῐμενίτᾱς, ου (νῑ) ὁ хранитель порта (эпитет Приапа) Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐ¯μενίτης, ου, ὁ,<br />god of the [[harbour]], Anth.: fem. [[λιμενῖτις]], ιδος, Anth.
|mdlsjtxt=λῐ¯μενίτης, ου, ὁ,<br />god of the [[harbour]], Anth.: fem. [[λιμενῖτις]], ιδος, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμενίτης Medium diacritics: λιμενίτης Low diacritics: λιμενίτης Capitals: ΛΙΜΕΝΙΤΗΣ
Transliteration A: limenítēs Transliteration B: limenitēs Transliteration C: limenitis Beta Code: limeni/ths

English (LSJ)

[νῑ], ου, ὁ, voc. λιμενῖτα, A god of the harbour, of Priapus, AP10.1 (Leon.), cf. 10.17 (Antiphil.):—fem. λῐμεν-ῖτις, ιδος, of Artemis, ib.6.105 (Apollonid.). 2 λιμενῖται φυλακτῆρες = custom-house officers, Dam.Isid.186.

German (Pape)

[Seite 47] ὁ, im Hafen befindlich, am Hafen wohnend, Leon. Tar. 57 (X, 1); Antiphil. (X, 17).

French (Bailly abrégé)

ου ; voc. ῖτα;
adj. m.
de port, qui réside dans un port, qui veille sur un port.
Étymologie: λιμήν.

Russian (Dvoretsky)

λῐμενίτης: дор. λῐμενίτᾱς, ου (νῑ) ὁ хранитель порта (эпитет Приапа) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενίτης: [νῑ], ου, ὁ, κλητ. λιμενῖτα, ὁ θεὸς τοῦ λιμένος, ἐπὶ τοῦ Πριάμου, Ἀνθ. Π. 10. 1, πρβλ. 10. 17· θηλ. λιμενῖτις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, 6. 105.

Greek Monolingual

λιμενίτης, ὁ (Α) λιμήν
1. (για τον Πρίαπο) ο θεός του λιμανιού
2. υπάλληλος της υπηρεσίας του λιμανιού.

Greek Monotonic

λῐμενίτης: [ῑ], -ου, ὁ, κλητ. λιμενῖτα, θεός του λιμανιού (λέγεται για τον Πρίαμο), σε Ανθ.· θηλ. λιμενῖτις, -ιδος (λέγεται για την Άρτεμη), στον ίδ.

Middle Liddell

λῐ¯μενίτης, ου, ὁ,
god of the harbour, Anth.: fem. λιμενῖτις, ιδος, Anth.