τανύπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tendu ; aux longues tresses, aux longues nattes ; aux longs plis.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πλέκω]].
|btext=ος, ον :<br />tendu ; aux longues tresses, aux longues nattes ; aux longs plis.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πλέκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύπλεκτος:''' высоко плетеный, т. е. высокий ([[μίτρα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύπλεκτος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]]), αυτός που αποτελείται από μακριές κοτσίδες, σε Ανθ.
|lsmtext='''τᾰνύπλεκτος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]]), αυτός που αποτελείται από μακριές κοτσίδες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύπλεκτος:''' высоко плетеный, т. е. высокий ([[μίτρα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰνύ-˘πλεκτος, ον, [[τανύω]]<br />in [[long]] plaits, Anth.
|mdlsjtxt=τᾰνύ-˘πλεκτος, ον, [[τανύω]]<br />in [[long]] plaits, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύπλεκτος Medium diacritics: τανύπλεκτος Low diacritics: τανύπλεκτος Capitals: ΤΑΝΥΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: tanýplektos Transliteration B: tanyplektos Transliteration C: tanyplektos Beta Code: tanu/plektos

English (LSJ)

ον, in long plaits, μίτραι AP7.473 (Aristodic.); ἕρκος Opp.H.1.33.

German (Pape)

[Seite 1067] lang geflochten; τανυπλέκτων ἀπὸ μιτρᾶν ἐκρεμάσαντο, Aristodie. 1 (VII, 473); ἕρκος, Opp. Hal. 1, 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu ; aux longues tresses, aux longues nattes ; aux longs plis.
Étymologie: τανύω, πλέκω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύπλεκτος: высоко плетеный, т. е. высокий (μίτρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπλεκτος: [ῠ], -ον, ἐκ μακρῶν πλεγμάτων ἀποτελούμενος, μέτρα Ἀνθ. Π. 7. 473· ἕρκος Ὀππ. Ἁλ. 1. 33.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από μακριά πλέγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. εὔ-πλεκτος].

Greek Monotonic

τᾰνύπλεκτος: [ῠ], -ον (τανύω), αυτός που αποτελείται από μακριές κοτσίδες, σε Ανθ.

Middle Liddell

τᾰνύ-˘πλεκτος, ον, τανύω
in long plaits, Anth.