μελάμπυγος: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] mit schwarzem, schwarzbehaartem Hintern, was als Zeichen besonderer Mannhaftigkeit galt, ἐχθροῖς, Ar. Lys. 802. Vgl. Hesych. u. [[λευκόπυγος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] mit schwarzem, schwarzbehaartem Hintern, was als Zeichen besonderer Mannhaftigkeit galt, ἐχθροῖς, Ar. Lys. 802. Vgl. Hesych. u. [[λευκόπυγος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελάμπῡγος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[чернозадый]] (эпитет Геракла) Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[храбрый]], нагоняющий страх (τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελάμπυγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως [[σημείο]] σωματικής δύναμης και ανδρείας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ό [[μελάμπυγος]]<br />[[προσωνυμία]] του Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν» — [[πραγματικός]] Ηρακλής για όλους τους εχθρούς του, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] άγριου και ορμητικού αετού<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «μή τευ μελαμπύγου τύχης» — πρόσεξε μην βρεις κανέναν ισχυρότερο από [[σένα]] και τά πληρώσεις όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «οπίσθια» ([[πρβλ]]. [[καλλίπυγος]])]. | |mltxt=[[μελάμπυγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως [[σημείο]] σωματικής δύναμης και ανδρείας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ό [[μελάμπυγος]]<br />[[προσωνυμία]] του Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν» — [[πραγματικός]] Ηρακλής για όλους τους εχθρούς του, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] άγριου και ορμητικού αετού<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «μή τευ μελαμπύγου τύχης» — πρόσεξε μην βρεις κανέναν ισχυρότερο από [[σένα]] και τά πληρώσεις όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «οπίσθια» ([[πρβλ]]. [[καλλίπυγος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον,
A black-bottomed, considered a mark of manhood, Eub.61; a name of Heracles, μελάμπυγος τοῖς ἐχθροῖς = a very Heracles to his enemies, Ar.Lys.802 (lyr.), cf. Hdt.7.216: prov., μή τευ μελαμπύγου τύχης = take care not to 'catch a Tartar', Archil.110.
II of a kind of eagle, v. πύγαργος.
German (Pape)
[Seite 118] mit schwarzem, schwarzbehaartem Hintern, was als Zeichen besonderer Mannhaftigkeit galt, ἐχθροῖς, Ar. Lys. 802. Vgl. Hesych. u. λευκόπυγος.
Russian (Dvoretsky)
μελάμπῡγος:
1) чернозадый (эпитет Геракла) Luc.;
2) храбрый, нагоняющий страх (τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μελάμπῡγος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν, δηλ. δασεῖαν τὴν πυγήν, τριχωτὰ ὀπίσθια, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς σημεῖον ἀνδρείας (πρβλ. λάσιος), Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» 2· ὄνομα τοῦ Ἡρακλέους, μ. τοῖς ἐχθροῖς, «σωστὸς Ἡρακλῆς διὰ τοὺς ἐχθρούς», Ἀριστοφ. Λυσ. 802· ἴδε Müller Dor. 2. 12, § 10, Wess. εἰς Ἡρόδ. 7. 216· ἐντεῦθεν τὸ παροιμιακόν, μή τευ μελαμπύγου τύχῃς, πρόσεχε νὰ μή σου τύχῃ κανεὶς μαλλιαρόκωλος, νὰ μὴ εὕρῃς τὸν διάβολόν σου, Ἀρχίλ. 99. ΙΙ. ἐπὶ ἀγρίου καὶ ὁρμητικοῦ εἴδους ἀετοῦ (ἴδε ἐν λ. πύγαργος).
Greek Monolingual
μελάμπυγος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως σημείο σωματικής δύναμης και ανδρείας
2. το αρσ. ως ουσ. ό μελάμπυγος
προσωνυμία του Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν» — πραγματικός Ηρακλής για όλους τους εχθρούς του, Αριστοφ.)
3. είδος άγριου και ορμητικού αετού
4. παροιμ. «μή τευ μελαμπύγου τύχης» — πρόσεξε μην βρεις κανέναν ισχυρότερο από σένα και τά πληρώσεις όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος)].